Anonymous

λωβητής: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λωβητής]], ὁ (Α) [[λωβώμαι]]<br />[[λωβητήρ]] («λωβηταί τέχνης» — αυτοί που ατιμάζουν το επάγγελμά τους», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[λωβητής]], ὁ (Α) [[λωβώμαι]]<br />[[λωβητήρ]] («λωβηταί τέχνης» — αυτοί που ατιμάζουν το επάγγελμά τους», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λωβητής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ.· <i>λωβητὴς τέχνης</i>, [[κάποιος]] που ατιμάζει, ντροπιάζει το επάγγελμά του, σε Αριστοφ.
}}
}}