3,274,216
edits
(25) |
(5) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνος]], -η, -ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, -η, -ον, δωρ. τ. [[μῶνος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[χωριστά]] από άλλους, χωρισμένος από άλλους, [[μοναχός]] (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν [[μετὰ]] Καδμείοισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> στερημένος από άλλους, απομονωμένος, εγκατελειμμένος(α. «έμεινε [[μόνος]] στον κόσμο [[μετά]] τον θάνατο της γυναίκας του<br />β. «πάντων [[ἄμμορος]] ἐν βίῳ κεῑται μοῡνος ἀπ' ἄλλων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μοναδικός]] στο [[είδος]] του, [[εξαιρετικός]] (α. «[[είναι]] ο [[μόνος]] που μπορεί να βρει [[λύση]] στο πρόβλημά σου» β. «μόνην κυήσασαν Θεὸν τον ἀναλλοίωτον», Μηναί.<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μόνο</i>(<i>ν</i>)<br />αποκλείοντας [[κάθε]] άλλον ή [[κάθε]] [[άλλη]] [[περίπτωση]], αποκλειστικά, [[μονάχα]] (α. «μόνο [[μέσα]] σε έναν χρόνο στην [[Ελλάδα]] καίγονται εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δασών» β. «μόνο [[κάθε]] Τρίτη έχει [[επισκεπτήριο]]» γ. «μόνον Κράτος τε καὶ Δίκη σὺν τῷ τρίτῳ πάντων μεγίστῳ Ζηνὶ συγγένοιτο νῷν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μόνος]] και [[έρημος]]»<br />(εμφαντικά) εντελώς απομονωμένος, [[ολομόναχος]]<br />β) «όχι μόνο..., [[αλλά]] και», «όχι μόνον..., [[αλλά]] [[ούτε]]», «οὐ μόνον..., ἀλλὰ καί», «οὐ μόνον..., ἀλλ' [[οὐδέ]]» — χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις επιδοτικής συμπλοκής<br />γ) «[[κατά]] μόνας» — κατ' ιδίαν, [[χωρίς]] την [[παρουσία]] άλλου, απομονωμένα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «από [[μόνος]] μου, σου, του...» — [[απρόσκλητος]], αφ' [[εαυτού]] («ήλθα από [[μόνος]] μου»)<br />β) «μόνο και μόνο» — χρησιμοποιείται για [[επίταση]] της αποκλειστικότητας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (με τις προσωπ. αντων. <i>μου</i>, <i>σου</i>, <i>του</i>, <i>μας</i>, <i>σας</i>, <i>τους</i>) α) δηλώνει [[αυτοπάθεια]] («[[μόνος]] του σκοτώθηκε»)<br />β) δηλώνει αυτόματη [[ενέργεια]]<br />γ) αυτοπροσώπως, εγώ ο [[ίδιος]] [[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] ή τη [[βοήθεια]] άλλου («θα πάω [[μόνος]] μου και θα του μιλήσω»)<br /><b>2.</b> [[άγαμος]], [[ανύπαντρος]]<br /><b>3.</b> (για [[κράτος]]) [[χωρίς]] συμμάχους<br /><b>4.</b> [[αβοήθητος]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) α) (για [[δήλωση]] εξαίρεσης) [[παρά]], [[εκτός]], [[παρά]] μόνο («δεν έχει κανέναν στον κόσμο, μόνο έναν μακρινό εξάδελφο»)<br />β) [[αλλά]], όμως, εν τούτοις («σού [[υπόσχομαι]] ότι θα το τελειώσω, μόνο που δεν [[ξέρω]] [[πότε]]»)<br />γ) (με βουλητική [[πρόταση]] για να δηλωθεί όρος, [[προϋπόθεση]]) αρκεί να..., φτάνει να... («θα σέ αφήσω να πας, μόνο να προσέχεις»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «μόνο που δεν...» ή «μόνον πως δεν...» — λίγο έλειψε να...<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ίδιος]], όμοιος<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[απόμερος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως σύνδ.) [[λοιπόν]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μόνον και...» — [[έστω]] και...<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ένας]] μόνο, [[ένας]] («τάδ' ἐκ δυοῑν ἔρρωγεν, οὐ μόνου [[κακά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διακεκριμένος, [[μοναδικός]] σε [[κάτι]] («[επέδειξε] σαφέστατα [[μόνος]] ἀνθρώπων», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> μόνον οὐ» — [[σχεδόν]]<br /><b>3.</b> (στον υπερθ.) <i>μονώτατος</i>, -<i>άτη</i>, -<i>ον</i>- [[ένας]] και [[μόνος]], [[πάνω]] από όλους τους άλλους, [[καλύτερος]] από όλους τους άλλους<br /><b>4.</b> αυτός που κατασκευάστηκε σε ένα [[κομμάτι]]<br /><b>5.</b> (η δοτ. του θηλ. ως επίρρ.) <i>μόνη</i><br />αποκλειστικά, [[μονάχα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μόνως]] (Α)<br />μόνον, αποκλειστικά, [[μονάχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αττ. τ. [[μόνος]] έχει προέλθει από <i>μον</i>-<i>Fος</i> (με [[επίθημα]] <i>Fos</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[ὅλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ολ</i>-<i>Fος</i>, [[οἷος]] <span style="color: red;"><</span> <i>οι</i>-<i>Fος</i>) με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>νF</i>- [[χωρίς]] [[αντέκταση]], ενώ ο ιων. τ. [[μοῦνος]] και ο δωρ. [[μῶνος]] [[είναι]] προϊόντα [[αντέκταση]] ς (<b>[[πρβλ]].</b> <i>oδ</i>-<i>Fος</i> > [[οὐδός]] ιων., <i>ὠσός</i> δωρ., [[ὀδός]] αττ.). Η [[σύνδεση]] της λ. με το επίθ. [[μανός]] «[[χαλαρός]], [[αραιός]]» και με το ρ. [[μινύθω]] προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μονάδα]](-<i>άς</i>), [[μονάζω]], [[μονώνω]] (-<i>όω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονάδην]], [[μοναδόν]], [[μοναχού]], [[μονόθεν]], [[μονώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μοναχώς]], [[μονία]] (II), [[μονιός]], [[μονότης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μόνιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Για σύνθ. με α' συνθετικό [[μόνος]] <b>βλ.</b> <i>μον</i>(<i>ο</i>)-. (Β συνθετικό) [[κατάμονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πεντάμονος]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνος]], -η, -ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, -η, -ον, δωρ. τ. [[μῶνος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[χωριστά]] από άλλους, χωρισμένος από άλλους, [[μοναχός]] (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν [[μετὰ]] Καδμείοισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> στερημένος από άλλους, απομονωμένος, εγκατελειμμένος(α. «έμεινε [[μόνος]] στον κόσμο [[μετά]] τον θάνατο της γυναίκας του<br />β. «πάντων [[ἄμμορος]] ἐν βίῳ κεῑται μοῡνος ἀπ' ἄλλων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μοναδικός]] στο [[είδος]] του, [[εξαιρετικός]] (α. «[[είναι]] ο [[μόνος]] που μπορεί να βρει [[λύση]] στο πρόβλημά σου» β. «μόνην κυήσασαν Θεὸν τον ἀναλλοίωτον», Μηναί.<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μόνο</i>(<i>ν</i>)<br />αποκλείοντας [[κάθε]] άλλον ή [[κάθε]] [[άλλη]] [[περίπτωση]], αποκλειστικά, [[μονάχα]] (α. «μόνο [[μέσα]] σε έναν χρόνο στην [[Ελλάδα]] καίγονται εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δασών» β. «μόνο [[κάθε]] Τρίτη έχει [[επισκεπτήριο]]» γ. «μόνον Κράτος τε καὶ Δίκη σὺν τῷ τρίτῳ πάντων μεγίστῳ Ζηνὶ συγγένοιτο νῷν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μόνος]] και [[έρημος]]»<br />(εμφαντικά) εντελώς απομονωμένος, [[ολομόναχος]]<br />β) «όχι μόνο..., [[αλλά]] και», «όχι μόνον..., [[αλλά]] [[ούτε]]», «οὐ μόνον..., ἀλλὰ καί», «οὐ μόνον..., ἀλλ' [[οὐδέ]]» — χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις επιδοτικής συμπλοκής<br />γ) «[[κατά]] μόνας» — κατ' ιδίαν, [[χωρίς]] την [[παρουσία]] άλλου, απομονωμένα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «από [[μόνος]] μου, σου, του...» — [[απρόσκλητος]], αφ' [[εαυτού]] («ήλθα από [[μόνος]] μου»)<br />β) «μόνο και μόνο» — χρησιμοποιείται για [[επίταση]] της αποκλειστικότητας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (με τις προσωπ. αντων. <i>μου</i>, <i>σου</i>, <i>του</i>, <i>μας</i>, <i>σας</i>, <i>τους</i>) α) δηλώνει [[αυτοπάθεια]] («[[μόνος]] του σκοτώθηκε»)<br />β) δηλώνει αυτόματη [[ενέργεια]]<br />γ) αυτοπροσώπως, εγώ ο [[ίδιος]] [[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] ή τη [[βοήθεια]] άλλου («θα πάω [[μόνος]] μου και θα του μιλήσω»)<br /><b>2.</b> [[άγαμος]], [[ανύπαντρος]]<br /><b>3.</b> (για [[κράτος]]) [[χωρίς]] συμμάχους<br /><b>4.</b> [[αβοήθητος]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) α) (για [[δήλωση]] εξαίρεσης) [[παρά]], [[εκτός]], [[παρά]] μόνο («δεν έχει κανέναν στον κόσμο, μόνο έναν μακρινό εξάδελφο»)<br />β) [[αλλά]], όμως, εν τούτοις («σού [[υπόσχομαι]] ότι θα το τελειώσω, μόνο που δεν [[ξέρω]] [[πότε]]»)<br />γ) (με βουλητική [[πρόταση]] για να δηλωθεί όρος, [[προϋπόθεση]]) αρκεί να..., φτάνει να... («θα σέ αφήσω να πας, μόνο να προσέχεις»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «μόνο που δεν...» ή «μόνον πως δεν...» — λίγο έλειψε να...<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ίδιος]], όμοιος<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[απόμερος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως σύνδ.) [[λοιπόν]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μόνον και...» — [[έστω]] και...<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ένας]] μόνο, [[ένας]] («τάδ' ἐκ δυοῑν ἔρρωγεν, οὐ μόνου [[κακά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διακεκριμένος, [[μοναδικός]] σε [[κάτι]] («[επέδειξε] σαφέστατα [[μόνος]] ἀνθρώπων», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> μόνον οὐ» — [[σχεδόν]]<br /><b>3.</b> (στον υπερθ.) <i>μονώτατος</i>, -<i>άτη</i>, -<i>ον</i>- [[ένας]] και [[μόνος]], [[πάνω]] από όλους τους άλλους, [[καλύτερος]] από όλους τους άλλους<br /><b>4.</b> αυτός που κατασκευάστηκε σε ένα [[κομμάτι]]<br /><b>5.</b> (η δοτ. του θηλ. ως επίρρ.) <i>μόνη</i><br />αποκλειστικά, [[μονάχα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μόνως]] (Α)<br />μόνον, αποκλειστικά, [[μονάχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αττ. τ. [[μόνος]] έχει προέλθει από <i>μον</i>-<i>Fος</i> (με [[επίθημα]] <i>Fos</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[ὅλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ολ</i>-<i>Fος</i>, [[οἷος]] <span style="color: red;"><</span> <i>οι</i>-<i>Fος</i>) με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>νF</i>- [[χωρίς]] [[αντέκταση]], ενώ ο ιων. τ. [[μοῦνος]] και ο δωρ. [[μῶνος]] [[είναι]] προϊόντα [[αντέκταση]] ς (<b>[[πρβλ]].</b> <i>oδ</i>-<i>Fος</i> > [[οὐδός]] ιων., <i>ὠσός</i> δωρ., [[ὀδός]] αττ.). Η [[σύνδεση]] της λ. με το επίθ. [[μανός]] «[[χαλαρός]], [[αραιός]]» και με το ρ. [[μινύθω]] προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μονάδα]](-<i>άς</i>), [[μονάζω]], [[μονώνω]] (-<i>όω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονάδην]], [[μοναδόν]], [[μοναχού]], [[μονόθεν]], [[μονώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μοναχώς]], [[μονία]] (II), [[μονιός]], [[μονότης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μόνιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Για σύνθ. με α' συνθετικό [[μόνος]] <b>βλ.</b> <i>μον</i>(<i>ο</i>)-. (Β συνθετικό) [[κατάμονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πεντάμονος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μόνος:''' Επικ. και Ιων. [[μοῦνος]], -η, -ον, Δωρ. [[μῶνος]], -α, -ον, [[μόνος]].<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> αφημένος [[μόνος]], παρατημένος, [[μοναχικός]], Λατ. [[solus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[μοῦνος]] [[ἐών]], στον ίδ.· <i>μούνω ἄνευθ' ἄλλων</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[μόνος]] σοῦ, [[χωρίς]] εσένα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο [[μόνος]], [[μοναδικός]], [[μοῦνος]] [[παῖς]] [[υἱός]], [[μοναχογιός]] και [[μοναχοπαίδι]], σε Όμηρ.· <i>εἷςμόνος</i>, [[μόνος]] εἷς, σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[μοῦνος]] πάντων ἀνθρώπων, [[μόνος]] αυτός από όλους τους ανθρώπους, σε Ηρόδ.· [[μόνος]] [[ἀνδρῶν]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> υπερθ. <i>μονώτατος</i>, το μοναδικό [[πρόσωπο]], αυτός που βρίσκεται πάνω απ' όλους, σε Αριστοφ., Θεόκρ. <b>Β. I.</b> Επίρρ. [[μόνως]], μόνο, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> το σύνηθες επίρρ. είναι το <i>μόνον</i>, μόνο, αποκλειστικά, Λατ. [[solum]], σε Ηρόδ., Αττ.· οὐχ [[ἅπαξ]] μόνον, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μόνο, μονάχα, Λατ. [[modo]], με προστ., <i>ἀποκρίνου μόνον</i>, σε Πλάτ.· <i>μή με καταπίῃς μόνον</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> το επίθ. [[συχνά]] στέκεται στο λόγο ως επίρρ., <i>χοίνικος μόνης ἁλῶν</i>, για ένα μόνο [[γαλόνι]] αλατιού, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> <i>οὐ μόνον..</i>., ἀλλὰ [[καί]]..., στον ίδ. κ.λπ.· το <i>μόνον</i>, όπως το Λατ. [[solum]], παραλείπεται μερικές φορές σ' αυτές τις φράσεις: μὴτοὺς [[ἐγγύς]], <i>ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀπόθεν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> <i>μόνον οὐ</i>, όπως το Λατ. [[tantum]] [[non]], μόνο που, σε Αριστοφ., Δημ.· [[μονονουχί]], σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> κατὰ [[μόνας]], ως επίρρ., [[μόνος]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |