Anonymous

ὅδισμα: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />route, voyage.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]].
|btext=ατος (τό) :<br />route, voyage.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὅδισμα:''' -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το <i>ὁδίζω</i>), [[περιοχή]] απ' όπου διέρχεται [[δρόμος]], [[τμήμα]] γέφυρας, σε Αισχύλ.
}}
}}