Anonymous

νωθρός: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νωθρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> [[βραδυκίνητος]], [[οκνηρός]], [[χαύνος]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[βραδύνους]] («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τις αισθήσεις) [[αμβλύς]] («[[ἐπεὶ]] νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[μικρός]], [[ανίσχυρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που κάνει κάποιον οκνηρό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νωθρώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ νωθρῶς, Α και νωθρά)<br /><b>1.</b> με δυσκίνητο τρόπο, [[χαλαρά]], με [[χαυνότητα]]<br /><b>2.</b> με ανόητο τρόπο, βλακωδώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαθμηδόν]] και ήρεμα<br /><b>2.</b> ηδυπαθώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νωθής]] «[[οκνηρός]], [[βραδύνους]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[νέκυς]]: [[νεκρός]])].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νωθρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> [[βραδυκίνητος]], [[οκνηρός]], [[χαύνος]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[βραδύνους]] («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τις αισθήσεις) [[αμβλύς]] («[[ἐπεὶ]] νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[μικρός]], [[ανίσχυρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που κάνει κάποιον οκνηρό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νωθρώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ νωθρῶς, Α και νωθρά)<br /><b>1.</b> με δυσκίνητο τρόπο, [[χαλαρά]], με [[χαυνότητα]]<br /><b>2.</b> με ανόητο τρόπο, βλακωδώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαθμηδόν]] και ήρεμα<br /><b>2.</b> ηδυπαθώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νωθής]] «[[οκνηρός]], [[βραδύνους]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[νέκυς]]: [[νεκρός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νωθρός:''' -ά, -όν, = [[νωθής]], [[οκνηρός]], [[ράθυμος]], [[βραδυκίνητος]], σε Πλάτ.
}}
}}