3,274,306
edits
(28) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἰωνός]])<br /><b>1.</b> (στην αρχ. [[Ελλάδα]]) [[πτηνό]] από το κρώξιμο και το [[πέταγμα]] του οποίου μάντευαν το [[μέλλον]] («οὔ τοι [[ἄνευ]] θεοῡ [[ἔπτατο]] δεξιὸς [[ὄρνις]]<br />[[ἔγνων]] γάρ μιν [[ἐσάντα]] ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> προφητικό [[σημάδι]], [[προμήνυμα]], όπως ήταν οι αστραπές και οι κεραυνοί, το [[πέταγμα]] και το κρώξιμο ορισμένων πτηνών, οι κινήσεις και οι στάσεις τετράποδων ζώων ή ερπετών ή και ορισμένα γεγονότα («οἰωνοὶ ἀγαθοί», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «εἷς οἰωνὸς [[ἄριστος]] ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» — [[ένας]] μόνον [[άριστος]] [[οιωνός]] υπάρχει, αυτός που επιτάσσει να υπερασπίζεις την [[πατρίδα]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[σημάδι]] το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως [[ένδειξη]] για την [[πρόβλεψη]] του μέλλοντος («υπάρχουν καλοί οιωνοί για την [[ανάκαμψη]] της οικονομίας»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[πτηνό]] σε, [[αντιδιαστολή]] με τα άλλα ζώα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεγάλο, αρπακτικό και σαρκοφάγο [[πτηνό]], όπως [[είναι]] ο [[αετός]], ο [[γύπας]] και το [[κοράκι]] («οἰωνοί, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φτερωτός]] («οἰωνὸς θεά», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ταφεὶς ὑπ' οἰωνῶν» — [[πτώμα]] κατασπαραγμένο από όρνεα<br />β) «καθέζεσθαι ἐπ' οἰωνών» ή «καθέζεσθαι ἐπ' οἰωνοῑς» — [[παρατηρώ]] τα πουλιά προκειμένου να προβλέψω το [[μέλλον]]<br />γ) «οἱ ἐπ' οἰωνοῑς ἱερεῑς» — οιωνοσκόποι<br />δ) «[[δέχομαι]] τὸν οἰωνόν» — [[αποδέχομαι]], [[χαιρετίζω]] το μαντικό [[σημάδι]] ως αίσιο<br />ε) «οἰωνὸν [[τίθημι]]» και «οἰωνόν τινα ποιεῑσθαι» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως μαντικό, προφητικό [[σημάδι]]<br />στ) «πρὸς οἰωνοῡ τιθέναι» και «πρὸς οἰωνοῡ λαμβάνειν» και «δι' οἰωνοῡ λαμβάνειν» — [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] ως [[σημάδι]] για την [[πρόβλεψη]] του μέλλοντος<br />ζ) «οἰωνοῡ [[χάριν]]» — για [[γούρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[οἰωνός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>οFı</i>-<i>ωνός</i>) με αρχική σημ. «αρπακτικό [[πτηνό]]» [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>awei</i>- «[[πουλί]], [[πτηνό]]» και συνδέεται με λατ. <i>avis</i> «[[πουλί]]», αρχ. ινδ. <i>vayah</i>, αβεστ. <i>vay</i><i>ō</i>, αρμ. <i>haw</i>. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται [[επίσης]] και η λ. [[αἰετός]] (<b>βλ. λ.</b> [[ἀετός]]). Το [[φωνήεν]] ο<br />του [[οἰωνός]], συγκριτικά [[προς]] το [[φωνήεν]] <i>α</i>- της ρίζας και τών υπόλοιπων συγγενικών τύπων, μπορεί να ερμηνευθεί [[είτε]] ως [[μετάπτωση]] [[είτε]], το πιθανότερο, ως αφομοιωτική [[τροπή]] του <i>α</i>- σε <i>ο</i>-. Το [[επίθημα]], εξάλλου, -<i>ωνός που</i> εμφανίζεται και σε άλλα ονόματα ζώων και πτηνών (<b>πρβλ.</b> [[χελώνη]], [[κορώνη]], [[υιωνός]]) φαίνεται ότι προσδίδει στη λ. αυξητική σημ. Κατ' [[άλλη]], [[τέλος]], [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. [[οἰωνός]] συνδέεται με τις λ. [[οἶμα]], [[οἶστρος]], [[ὀϊστός]]. Η λ. [[οιωνός]] με αρχική σημ. «αρπακτικό [[πουλί]]» κατέληξε να σημαίνει «[[προμήνυμα]], προφητικό [[σημάδι]]», [[διότι]] τα πτηνά αυτά αποτελούσαν αντικείμενα της ορνιθομαντείας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οιωνίζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οιωνευτής]], [[οιωνικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[οιωνοσκόπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οιωνόβοτος]], [[οιωνόβρωτος]], [[οιωνοθέτης]], [[οιωνόθρους]], [[οιωνοκτόνος]], [[οιωνομαντεία]], [[οιωνόμαντις]], [[οιωνόμικτος]], [[οιωνοπόλος]], [[οιωνοτροφεύς]]. (Β συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[δυσοίωνος]], [[ευοίωνος]]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[οἰωνός]])<br /><b>1.</b> (στην αρχ. [[Ελλάδα]]) [[πτηνό]] από το κρώξιμο και το [[πέταγμα]] του οποίου μάντευαν το [[μέλλον]] («οὔ τοι [[ἄνευ]] θεοῡ [[ἔπτατο]] δεξιὸς [[ὄρνις]]<br />[[ἔγνων]] γάρ μιν [[ἐσάντα]] ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> προφητικό [[σημάδι]], [[προμήνυμα]], όπως ήταν οι αστραπές και οι κεραυνοί, το [[πέταγμα]] και το κρώξιμο ορισμένων πτηνών, οι κινήσεις και οι στάσεις τετράποδων ζώων ή ερπετών ή και ορισμένα γεγονότα («οἰωνοὶ ἀγαθοί», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «εἷς οἰωνὸς [[ἄριστος]] ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» — [[ένας]] μόνον [[άριστος]] [[οιωνός]] υπάρχει, αυτός που επιτάσσει να υπερασπίζεις την [[πατρίδα]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[σημάδι]] το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως [[ένδειξη]] για την [[πρόβλεψη]] του μέλλοντος («υπάρχουν καλοί οιωνοί για την [[ανάκαμψη]] της οικονομίας»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[πτηνό]] σε, [[αντιδιαστολή]] με τα άλλα ζώα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεγάλο, αρπακτικό και σαρκοφάγο [[πτηνό]], όπως [[είναι]] ο [[αετός]], ο [[γύπας]] και το [[κοράκι]] («οἰωνοί, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φτερωτός]] («οἰωνὸς θεά», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ταφεὶς ὑπ' οἰωνῶν» — [[πτώμα]] κατασπαραγμένο από όρνεα<br />β) «καθέζεσθαι ἐπ' οἰωνών» ή «καθέζεσθαι ἐπ' οἰωνοῑς» — [[παρατηρώ]] τα πουλιά προκειμένου να προβλέψω το [[μέλλον]]<br />γ) «οἱ ἐπ' οἰωνοῑς ἱερεῑς» — οιωνοσκόποι<br />δ) «[[δέχομαι]] τὸν οἰωνόν» — [[αποδέχομαι]], [[χαιρετίζω]] το μαντικό [[σημάδι]] ως αίσιο<br />ε) «οἰωνὸν [[τίθημι]]» και «οἰωνόν τινα ποιεῑσθαι» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως μαντικό, προφητικό [[σημάδι]]<br />στ) «πρὸς οἰωνοῡ τιθέναι» και «πρὸς οἰωνοῡ λαμβάνειν» και «δι' οἰωνοῡ λαμβάνειν» — [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] ως [[σημάδι]] για την [[πρόβλεψη]] του μέλλοντος<br />ζ) «οἰωνοῡ [[χάριν]]» — για [[γούρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[οἰωνός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>οFı</i>-<i>ωνός</i>) με αρχική σημ. «αρπακτικό [[πτηνό]]» [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>awei</i>- «[[πουλί]], [[πτηνό]]» και συνδέεται με λατ. <i>avis</i> «[[πουλί]]», αρχ. ινδ. <i>vayah</i>, αβεστ. <i>vay</i><i>ō</i>, αρμ. <i>haw</i>. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται [[επίσης]] και η λ. [[αἰετός]] (<b>βλ. λ.</b> [[ἀετός]]). Το [[φωνήεν]] ο<br />του [[οἰωνός]], συγκριτικά [[προς]] το [[φωνήεν]] <i>α</i>- της ρίζας και τών υπόλοιπων συγγενικών τύπων, μπορεί να ερμηνευθεί [[είτε]] ως [[μετάπτωση]] [[είτε]], το πιθανότερο, ως αφομοιωτική [[τροπή]] του <i>α</i>- σε <i>ο</i>-. Το [[επίθημα]], εξάλλου, -<i>ωνός που</i> εμφανίζεται και σε άλλα ονόματα ζώων και πτηνών (<b>πρβλ.</b> [[χελώνη]], [[κορώνη]], [[υιωνός]]) φαίνεται ότι προσδίδει στη λ. αυξητική σημ. Κατ' [[άλλη]], [[τέλος]], [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. [[οἰωνός]] συνδέεται με τις λ. [[οἶμα]], [[οἶστρος]], [[ὀϊστός]]. Η λ. [[οιωνός]] με αρχική σημ. «αρπακτικό [[πουλί]]» κατέληξε να σημαίνει «[[προμήνυμα]], προφητικό [[σημάδι]]», [[διότι]] τα πτηνά αυτά αποτελούσαν αντικείμενα της ορνιθομαντείας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οιωνίζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οιωνευτής]], [[οιωνικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[οιωνοσκόπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οιωνόβοτος]], [[οιωνόβρωτος]], [[οιωνοθέτης]], [[οιωνόθρους]], [[οιωνοκτόνος]], [[οιωνομαντεία]], [[οιωνόμαντις]], [[οιωνόμικτος]], [[οιωνοπόλος]], [[οιωνοτροφεύς]]. (Β συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[δυσοίωνος]], [[ευοίωνος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰωνός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> μεγαλόσωμο [[πτηνό]], αρπακτικό σαρκοφάγο πουλί, όπως [[γύπας]] ή [[αετός]], αντίθ. προς το κοινό [[πτηνό]] ([[ὄρνις]]), σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πτηνό]] κατάλληλο να δώσει [[προφητικά]] σημάδια ή προμηνύματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πέταγμα]] του πουλιού προς τα [[δεξιά]], δηλ. με [[κατεύθυνση]] προς την Ανατολή, ήταν ευοίωνο, και το αντίστροφο.<br /><b class="num">2.</b> [[μαντεία]], [[προμάντευμα]] που αντλείται από την [[παρατήρηση]] πτηνών, Λατ. [[auspicium]] ή [[augurium]], αναλόγως του τι συνάγεται από την [[θέαση]] του πετάγματός τους ή από το [[άκουσμα]] των κραυγών τους, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[δέκομαι]] τὸν οἰωνόν, [[δέχομαι]] το προφητικό [[σημάδι]], χαιρετίζοντάς το σαν ευοίωνο, σε Ηρόδ. (ετυμολογείται από το [[οἶος]], [[επειδή]] τα περισσότερα αρπακτικά πουλιά ζουν μοναχικά, πρβλ. [[κοινωνός]] από το [[κοινός]]). | |||
}} | }} |