Anonymous

ξεναπάτης: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξεναπάτης]], ποιητ. τ. [[ξειναπάτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά τους ξένους<br /><b>2.</b> αυτός που προδίδει εκείνον που τον φιλοξενεί<br /><b>3.</b> [[απατηλός]] [[άνεμος]] που πνέει στο [[λιμάνι]], ενώ στο ανοιχτό [[πέλαγος]] πνέει [[άλλος]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] / [[ξεῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>απάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>απατῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>φρεν</i>-<i>απάτης</i>, <i>ψυχ</i>-<i>απάτης</i>].
|mltxt=[[ξεναπάτης]], ποιητ. τ. [[ξειναπάτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά τους ξένους<br /><b>2.</b> αυτός που προδίδει εκείνον που τον φιλοξενεί<br /><b>3.</b> [[απατηλός]] [[άνεμος]] που πνέει στο [[λιμάνι]], ενώ στο ανοιχτό [[πέλαγος]] πνέει [[άλλος]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] / [[ξεῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>απάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>απατῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>φρεν</i>-<i>απάτης</i>, <i>ψυχ</i>-<i>απάτης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξενᾰπάτης:''' -ου, ὁ, ποιητ. ξειν- ([[ἀπατάω]]), αυτός που εξαπατά ξένους ή αυτός που εξαπατά τον φιλοξενούμενό του, σε Ευρ.
}}
}}