Anonymous

ὁμόφωνος: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά την [[ίδια]] [[γλώσσα]] με άλλον, [[ομόγλωσσος]] («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῑον καὶ ὁμοφώνους τοῑς Λακεδαιμονίοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> αυτός που βρίσκεται στον ίδιο μουσικό τόνο με άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]] με άλλον, [[ομόγνωμος]], [[σύμφωνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκφράζεται ή γίνεται με σύμφωνη [[γνώμη]] όλων («ομόφωνη [[απόφαση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που λέγεται ή τραγουδιέται από πολλούς με όμοια [[φωνή]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> (για [[λέξη]]) αυτός που έχει τον ίδιο τύπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοφώνως</i> και <i>ομόφωνα</i> (ΑΜ ὁμοφώνως)<br />με σύμφωνη [[γνώμη]], με [[ομοφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br />με το ίδιο όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φωνος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά την [[ίδια]] [[γλώσσα]] με άλλον, [[ομόγλωσσος]] («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῑον καὶ ὁμοφώνους τοῑς Λακεδαιμονίοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> αυτός που βρίσκεται στον ίδιο μουσικό τόνο με άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]] με άλλον, [[ομόγνωμος]], [[σύμφωνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκφράζεται ή γίνεται με σύμφωνη [[γνώμη]] όλων («ομόφωνη [[απόφαση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που λέγεται ή τραγουδιέται από πολλούς με όμοια [[φωνή]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> (για [[λέξη]]) αυτός που έχει τον ίδιο τύπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοφώνως</i> και <i>ομόφωνα</i> (ΑΜ ὁμοφώνως)<br />με σύμφωνη [[γνώμη]], με [[ομοφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br />με το ίδιο όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φωνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μιλάει την [[ίδια]] [[γλώσσα]] με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει τον ίδιο ήχο ή τον ίδιο τόνο, σε [[συνήχηση]], σε [[ταυτοφωνία]] με, <i>τινι</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}