Anonymous

ὀπτασία: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀπτασία]]) [[οπτάζομαι]]<br /><b>1.</b> όραμα, θέα, [[θέαμα]]<br /><b>2.</b> [[μορφή]] που εμφανίζεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ύπνου κάποιου ή στη [[φαντασία]] του ή σε [[κατάσταση]] έκστασης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμφάνιση]], [[παρουσία]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θεωρία]], [[φαντασία]]».
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀπτασία]]) [[οπτάζομαι]]<br /><b>1.</b> όραμα, θέα, [[θέαμα]]<br /><b>2.</b> [[μορφή]] που εμφανίζεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ύπνου κάποιου ή στη [[φαντασία]] του ή σε [[κατάσταση]] έκστασης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμφάνιση]], [[παρουσία]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θεωρία]], [[φαντασία]]».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀπτασία:''' ἡ, = [[ὄψις]], όραμα, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}