Anonymous

οὐ: Difference between revisions

From LSJ
5,446 bytes added ,  31 December 2018
5
(strοng)
(5)
Line 27: Line 27:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=[[also]] ([[before]] a vowel) ouk, and ([[before]] an aspirate) ouch a [[primary]] [[word]]; the [[absolute]] [[negative]] ([[compare]] μή) adverb; no or [[not]]: + [[long]], [[nay]], [[neither]], [[never]], no (X [[man]]), [[none]], ([[can]]-)[[not]], + [[nothing]], + [[special]], un(-[[worthy]]), [[when]], + [[without]], + [[yet]] [[but]]. See [[also]] οὐ μή, [[μῆκος]].
|strgr=[[also]] ([[before]] a vowel) ouk, and ([[before]] an aspirate) ouch a [[primary]] [[word]]; the [[absolute]] [[negative]] ([[compare]] μή) adverb; no or [[not]]: + [[long]], [[nay]], [[neither]], [[never]], no (X [[man]]), [[none]], ([[can]]-)[[not]], + [[nothing]], + [[special]], un(-[[worthy]]), [[when]], + [[without]], + [[yet]] [[but]]. See [[also]] οὐ μή, [[μῆκος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὐ:''' [[πριν]] από ψιλόφωνο [[φωνήεν]] οὐκ, ενώ [[πριν]] από δασύπνοο οὐχ, Αττ. επίσης [[οὐχί]], Επικ. [[οὐκί]]· επίρρ. που χρησιμ. ως αρνητικό [[μόριο]] σε προτάσεις κρίσεως (πρβλ. μή), όχι, Λατ. [[non]].<br /><b class="num">Α.</b>ΧΡΗΣΗ<br /><b class="num">I.</b> Συνάπτεται με μεμονωμένες λέξεις για να σχηματίσει μια [[οιονεί]] σύνθ. [[λέξη]], οὐ [[δίδωμι]], [[κατακρατώ]], <i>οὐκ ἐῶ</i>, [[αρνούμαι]], οὐκ [[ἐθέλω]], Λατ. [[nolo]], <i>οὔ φημι</i>, Λατ. [[nego]].<br /><b class="num">II. 1.</b> ως αρνητικό όλης της πρότασης, <i>τὴν δ' ἐγὼ οὐ λύσω</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> σε εξαρτημένες προτάσεις το <i>οὐ</i> χρησιμ.: <b>α)</b> με τα [[ὅτι]] και <i>ὡς</i>, [[μετά]] από λεκτικά ή γνωστικά ρήματα, <i>ἔλεξε ὡς Ἕλληνες οὐ μενοῖεν</i>, σε Αισχύλ. <b>β)</b> σε αιτιολογικές προτάσεις, [[καθώς]] και σε χρονικές προτάσεις που αναφέρονται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, ἄχθεται [[ὅτι]] οὐ [[κάρτα]] θεραπεύεται, σε Ηρόδ.· οὐκ ἔσθ' ἐραστὴς [[ὅστις]] οὐκ ἀεὶ φιλεῖ, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> σε υποθετική [[πρόταση]] το <i>μὴ</i> είναι απαραίτητο, [[εκτός]]: <b>α)</b> όταν το <i>οὐ</i> έχει [[στενή]] [[σύναψη]] με το [[ρήμα]] (βλ. ανωτ. I), εἰ [[φθονέω]] τε καὶ οὐκ [[εἰῶ]] διαπέρσαι, σε Ομήρ. Ιλ. <b>β)</b> όταν η εξαρτημένη [[πρόταση]] είναι υποθετική μόνο κατά τον τύπο, <i>μὴ θαυμάσῃς</i>, <i>εἰ πολλὰ οὐ πρέπει σοι</i> (όπου εἰ = [[ὅ τι]]), σε Ισοκρ.· δεινὸν γὰρ εἴη [[πρῆγμα]], <i>εἰ Ἕλληνας οὐ τιμωρησόμεθα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> το <i>οὐ</i> χρησιμ. με απαρ. στον πλάγιο λόγο, όταν αντιπροσωπεύει την οριστ. του ευθέος λόγου, λέγοντες οὐκ [[εἶναι]] αὐτόνομοι, σε Θουκ.· [[οἶμαι]] οὐκ [[ὀλίγον]] [[ἔργον]] αὐτὸ [[εἶναι]] σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> το <i>οὐ</i> χρησιμ. με μτχ., όταν αυτή μπορεί να αναλυθεί σε πλήρη [[πρόταση]] με [[άρνηση]] <i>οὐ</i>· κατενόησαν οὐ πολλοὺς τοὺς Θηβαίους ὄντας = [[ὅ τι]] οὐ πολλοί εἰσι, σε Θουκ.<br /><b class="num">6.</b> έναρθρα επίθ. και έναρθρα αφηρημένα ουσ. [[συνήθως]] συνάπτονται με το <i>μή</i> (βλ. μή Β. 6), [[αλλά]] και το <i>οὐ</i> χρησιμ. περιστασιακά· [[τῶν]] γεφυρῶν οὐ διάλυσιν, η μη [[διάλυση]] της γέφυρας, το [[γεγονός]] ότι δεν διαλύθηκε, σε Θουκ.· ομοίως, ἡ οὐ [[περιτείχισις]], στον ίδ. <b>Β.</b> ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ, το αρνητικό [[μόριο]] [[συχνά]] επαναλαμβάνεται, έτσι ώστε τα [[δύο]] αρνητικά μόρια δεν ισοδυναμούν με ένα καταφατικό, σε Αττ.· <i>οὐκ ἔστιν οὐδὲν κρεῖσσον φίλου</i>, σε Ευρ.· καθεύδων οὐδεὶς οὐδενὸς [[ἄξιος]] οὐδὲν [[μᾶλλον]] τοῦ μὴ ζῶντος, σε Πλάτ.· οὐδενὶ [[οὐδαμῆ]] [[οὐδαμῶς]] οὐδεμίαν κοινωνίαν [[ἔχει]], στον ίδ. <b>Γ.</b> ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ του <i>οὐ</i>· [[μετά]] από ρήματα που δηλώνουν [[άρνηση]], [[αμφιβολία]] και [[έριδα]], ακολουθ. από τα <i>ὡς</i> ή [[ὅτι]], το <i>οὐ</i> παρεμβάλλεται, ενώ στην Αγγλική το αρνητικό [[μόριο]] δεν απαιτείται, ἀμφισβητεῖ ὡς οὐ [[δεῖ]] [[δίκην]] διδόναι, σε Πλάτ.· ομοίως, το <i>οὐ</i> χρησιμ. στο δεύτερο [[σκέλος]] μιας αποφατικής παραβολικής πρότασης, ἥκει ὁ [[Πέρσης]] [[οὐδέν]] τι [[μᾶλλον]] ἐπ' [[ἡμέας]] ἢ οὐ καὶ ἐπ' [[ὑμέας]], σε Ηρόδ. <b>Δ.</b> στην [[ποίηση]], εάν το <i>ἢ</i> βρίσκεται [[πριν]] από το <i>οὐ</i>, οι δυο ηχητικές εκφορές συνενώνονται σε μια ([[συνίζηση]]), όπως στα <i>ἢ οὐ</i>, <i>μὴ οὐ</i>. <b>Ε.</b> το <i>οὐ</i> σε συνδυασμό με άλλα μόρια θα το βρούμε σε αλφαβητική [[σειρά]], <i>οὐ γάρ</i>, <i>οὐ μή</i> κ.λπ.
}}
}}