Anonymous

παρεῖπον: Difference between revisions

From LSJ
5
(Autenrieth)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=def. aor. 2, subj. παρείπῃ, [[part]]. πᾶρειπών, -οῦσα: [[persuade]], [[win]] [[over]].
|auten=def. aor. 2, subj. παρείπῃ, [[part]]. πᾶρειπών, -οῦσα: [[persuade]], [[win]] [[over]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρεῖπον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], το [[παρά]]-φημι ή το <i>παρ-[[αγορεύω]]</i>, χρησιμ. στη [[θέση]] του ενεστ.· [[πείθω]] με πλάγια μέσα, [[αλλάζω]] σε κάποιον [[γνώμη]], τον [[κατανικώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· <i>παρειπών</i>, με την δική [[σου]] [[πειθώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., [[δίνω]] [[συμβουλή]], <i>αἴσιμα παρειπών</i>, στο ίδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η πρώτη συλλ. είναι [[μακρά]], <i>πᾱρειπών</i>, <i>πᾱρειποῦσα</i>, ο [[αρχικός]] [[τύπος]] είναι <i>παρϜειπών</i>).
}}
}}