Anonymous

ὀλιγοχρόνιος: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ὀλιγοχρόνιος]], -ον, θηλ. και -ία) [[ολιγόχρονος]]<br />αυτός που ζει ή διαρκεί για σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[λιγόχρονος]] (α. «ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «καὶ πασῶν ὸλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν [[ὀλιγαρχία]] καὶ [[τυραννίς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[μέσα]] σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]].
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ὀλιγοχρόνιος]], -ον, θηλ. και -ία) [[ολιγόχρονος]]<br />αυτός που ζει ή διαρκεί για σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[λιγόχρονος]] (α. «ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «καὶ πασῶν ὸλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν [[ὀλιγαρχία]] καὶ [[τυραννίς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[μέσα]] σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγοχρόνιος:''' -ον και -α, -ον ([[χρόνος]]), αυτός που διαρκεί ή ζει για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], που είναι μικρής διάρκειας, [[βραχυχρόνιος]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}