3,274,306
edits
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ὀλιγοχρόνιος]], -ον, θηλ. και -ία) [[ολιγόχρονος]]<br />αυτός που ζει ή διαρκεί για σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[λιγόχρονος]] (α. «ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «καὶ πασῶν ὸλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν [[ὀλιγαρχία]] καὶ [[τυραννίς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[μέσα]] σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]. | |mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ὀλιγοχρόνιος]], -ον, θηλ. και -ία) [[ολιγόχρονος]]<br />αυτός που ζει ή διαρκεί για σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[λιγόχρονος]] (α. «ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «καὶ πασῶν ὸλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν [[ὀλιγαρχία]] καὶ [[τυραννίς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[μέσα]] σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλῐγοχρόνιος:''' -ον και -α, -ον ([[χρόνος]]), αυτός που διαρκεί ή ζει για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], που είναι μικρής διάρκειας, [[βραχυχρόνιος]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |