Anonymous

πλάζω: Difference between revisions

From LSJ
1,448 bytes added ,  31 December 2018
6
(32)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να περιπλανάται, τον [[εκτρέπω]] από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, [[παραστρατίζω]] (α. «[[ἀλλά]] με [[δαίμων]] πλάγξ' ἀπὸ Σικανίης δεῡρ' ἐλθέμεν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν<br />τες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμποδίζω]], [[προσκρούω]] («πλάζει τὸν παῑδα τὰ σάνδαλα», Ζωναρ.)<br /><b>3.</b> (για τα κύματα) ([[κυρίως]] στον Όμ.) [[πλήσσω]], [[χτυπώ]] («κῡμα... [[πλαζ]]' ὤμους καθύπερθεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αποπλανώ]], [[εξαπατώ]] («οἵ με μέγα πλάζουσι καὶ οὺκ εὶῶσ' ἐθέλοντα Ἴλιον ἐκπέρσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>πλάζομαι</i> [[αποβάλλω]] ή [[χάνω]] [[κάτι]] («πατροφόνῳ χερὶ τῶν... ὀμμάτων ἐπλάγχθη», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ.) <i>πλαζόμενοι</i><br />οι πλανήτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πλάζω]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>πλᾰγ</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>pl</i><i>ā</i>-<i>k</i>-/<i>pl</i><i>ā</i>-<i>g</i>- «[[χτυπώ]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[πλήσσω]]), με ηχηρό -<i>γ</i>-, εκφραστική έρρινη [[παρέκταση]] και [[επίθημα]] -<i>jo</i> ([[πλάζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>πλαγ</i>-<i>γ</i>-<i>jο</i>, <b>πρβλ.</b> [[κλάζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>κλάγγ</i>-<i>jο</i>). Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. <i>plango</i> «[[πλήττω]], [[χτυπώ]] το [[στήθος]] από [[λύπη]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>plaindre</i> «[[παραπονιέμαι]]», γερμ. <i>plagen</i> «[[βασανίζω]]», αγγλ. <i>plaint</i> «[[θρήνος]]»). Στην Ελληνική, το ρ. με την αρχική σημ. της ρίζας «[[χτυπώ]]» απαντά σε ορισμένα χωρία στον 'Ομηρο σχετικά με κύματα, [[καθώς]] και στο [[τοπωνύμιο]] <i>Πλαγκταί</i>, στην [[περίπτωση]] που αυτό αντιστοιχεί [[προς]] τις [[Συμπληγάδες]]. Η [[χρήση]] αυτή του ρ. για τα κύματα που χτυπούν και, [[επομένως]], εκτρέπουν τα πλοία από τον δρόμο τους οδήγησε πιθ. στη σημ. «[[κάνω]] κάποιον να περιπλανάται», η οποία υπήρχε ήδη στα σύνθ. <i>ἀπο</i>-[[πλάζω]], <i>παρα</i>-[[πλάζω]] κ.λπ. και η οποία τελικά επικράτησε και επεκτάθηκε και στη σημ. τη σχετική με σφάλματα του νου].———————— <b>(II)</b><br />Α<br />(στους Ταραντίνους) [[πλάθω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να περιπλανάται, τον [[εκτρέπω]] από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, [[παραστρατίζω]] (α. «[[ἀλλά]] με [[δαίμων]] πλάγξ' ἀπὸ Σικανίης δεῡρ' ἐλθέμεν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν<br />τες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμποδίζω]], [[προσκρούω]] («πλάζει τὸν παῑδα τὰ σάνδαλα», Ζωναρ.)<br /><b>3.</b> (για τα κύματα) ([[κυρίως]] στον Όμ.) [[πλήσσω]], [[χτυπώ]] («κῡμα... [[πλαζ]]' ὤμους καθύπερθεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αποπλανώ]], [[εξαπατώ]] («οἵ με μέγα πλάζουσι καὶ οὺκ εὶῶσ' ἐθέλοντα Ἴλιον ἐκπέρσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>πλάζομαι</i> [[αποβάλλω]] ή [[χάνω]] [[κάτι]] («πατροφόνῳ χερὶ τῶν... ὀμμάτων ἐπλάγχθη», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ.) <i>πλαζόμενοι</i><br />οι πλανήτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πλάζω]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>πλᾰγ</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>pl</i><i>ā</i>-<i>k</i>-/<i>pl</i><i>ā</i>-<i>g</i>- «[[χτυπώ]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[πλήσσω]]), με ηχηρό -<i>γ</i>-, εκφραστική έρρινη [[παρέκταση]] και [[επίθημα]] -<i>jo</i> ([[πλάζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>πλαγ</i>-<i>γ</i>-<i>jο</i>, <b>πρβλ.</b> [[κλάζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>κλάγγ</i>-<i>jο</i>). Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. <i>plango</i> «[[πλήττω]], [[χτυπώ]] το [[στήθος]] από [[λύπη]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>plaindre</i> «[[παραπονιέμαι]]», γερμ. <i>plagen</i> «[[βασανίζω]]», αγγλ. <i>plaint</i> «[[θρήνος]]»). Στην Ελληνική, το ρ. με την αρχική σημ. της ρίζας «[[χτυπώ]]» απαντά σε ορισμένα χωρία στον 'Ομηρο σχετικά με κύματα, [[καθώς]] και στο [[τοπωνύμιο]] <i>Πλαγκταί</i>, στην [[περίπτωση]] που αυτό αντιστοιχεί [[προς]] τις [[Συμπληγάδες]]. Η [[χρήση]] αυτή του ρ. για τα κύματα που χτυπούν και, [[επομένως]], εκτρέπουν τα πλοία από τον δρόμο τους οδήγησε πιθ. στη σημ. «[[κάνω]] κάποιον να περιπλανάται», η οποία υπήρχε ήδη στα σύνθ. <i>ἀπο</i>-[[πλάζω]], <i>παρα</i>-[[πλάζω]] κ.λπ. και η οποία τελικά επικράτησε και επεκτάθηκε και στη σημ. τη σχετική με σφάλματα του νου].———————— <b>(II)</b><br />Α<br />(στους Ταραντίνους) [[πλάθω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλάζω:''' Επικ. παρατ. <i>πλάζον</i>, αόρ. αʹ [[ἔπλαγξα]], Επικ. <i>πλάγξα</i> — Παθ. και Μέσ., Δωρ. <i>πλάσδομαι</i>, Επικ. παρατ. <i>πλαζόμην</i>, μέλ. [[πλάγξομαι]], αόρ. αʹ [[ἐπλάγχθην]], Επικ. [[πλάγχθην]]· όπως το [[πλανάω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω κάποιον να περιπλανιέται ή να περιφέρεται, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] σε [[σφάλμα]], [[μπερδεύω]], [[παραπλανώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, [[τριγυρίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπὸχαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη</i>, ο [[χαλκός]] εξοστρακίστηκε από τον χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., περιπλανιέμαι από κάποιον, <i>ἁμαξιτοῦ</i>, σε Ευρ.· ομοίως, τίς πλάγχθη [[πολύμοχθος]] [[εἶναι]]; σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[μέγα]] [[κύμα]] πλάζ' ὤμους, το [[κύμα]] οδήγησε τον ώμο του πιο πέρα, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>κύματι πλάζετο</i>, οδηγήθηκε [[παράμερα]] από το [[κύμα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}