Anonymous

ποικιλάνιος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά του χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του αμάρτυρου [[ποικιλήνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἡνία]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσ</i>-<i>ήνιος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά του χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του αμάρτυρου [[ποικιλήνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἡνία]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσ</i>-<i>ήνιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποικιλάνιος:''' -ον, Δωρ. αντί <i>-ήνιος</i>, αυτός που έχει πολυποίκιλτα [[ηνία]], σε Πίνδ.
}}
}}