Anonymous

πολίτης: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[πολίτις]], ΝΜΑ, ιων. τ. [[πολιήτης]], δωρ. τ. [[πολιάτας]], θηλ. πολιᾶτις και [[πολιῆτις]], Α, και πολίτισσα ΝΜ, [[πολῖτις]], -ίτιδος, ΜΑ<br />[[κάτοικος]] πόλης ο [[οποίος]] έχει [[πολιτικά]] δικαιώματα, [[κάθε]] [[μέλος]] πολιτείας το οποίο έχει το [[δικαίωμα]] του εκλέγεσθαι («πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης», ΚΔ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] ενός κράτους ο [[οποίος]] έχει την αντίστοιχη [[ιθαγένεια]] και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν, [[υπήκοος]] («[[είναι]] [[Αμερικανός]] [[πολίτης]]»)<br /><b>2.</b> [[ιδιώτης]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις αρχές ή [[προς]] τους στρατιωτικούς και τους κληρικούς («[[καλός]] [[πολίτης]]» — λέγεται ως [[ευχή]] σε στρατιώτη που πρόκειται να απολυθεί)<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Πολίτης</i>, <i>η Πολίτισσα</i><br />ο [[κάτοικος]] της Κωνσταντινούπολης ή αυτός που κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη, Κωνσταντινουπολίτης<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ακαδημαϊκός]] [[πολίτης]]» — [[φοιτητής]] ανώτατης σχολής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της ίδιας πόλης, [[συμπολίτης]] («διὰ τοῦτο βλάπτεσθαί ἐστιν ὁ [[πατήρ]]... ὅτι ὑμῶν ἐστι [[πολίτης]]», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ πολιᾱτις</i><br />[[προσωνυμία]] της Αθηνάς στην [[Τεγέα]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πόλη]] (α. «θεοί πολῑται» — πολιούχοι θεοί, <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[πολίτης]] [[δῆμος]]» — ο [[δήμος]] της πόλης, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>οπλ</i>-[[ίτης]]), ενώ ο τ. [[πολιήτης]] / <i>πολιᾱτᾱς</i>, <i>έχει</i> σχηματιστεί [[κατά]] τα <i>κωμ</i>-<i>ήτης</i>/<i>κωμ</i>-<i>ᾱτᾱς</i>, <i>οἰκι</i>-<i>ήτης</i>/<i>οἰκι</i>-<i>ᾱτᾱς</i> (για τη σημ. <b>βλ.</b> και λ. [[πόλη]])].
|mltxt=ο, θηλ. [[πολίτις]], ΝΜΑ, ιων. τ. [[πολιήτης]], δωρ. τ. [[πολιάτας]], θηλ. πολιᾶτις και [[πολιῆτις]], Α, και πολίτισσα ΝΜ, [[πολῖτις]], -ίτιδος, ΜΑ<br />[[κάτοικος]] πόλης ο [[οποίος]] έχει [[πολιτικά]] δικαιώματα, [[κάθε]] [[μέλος]] πολιτείας το οποίο έχει το [[δικαίωμα]] του εκλέγεσθαι («πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης», ΚΔ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] ενός κράτους ο [[οποίος]] έχει την αντίστοιχη [[ιθαγένεια]] και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν, [[υπήκοος]] («[[είναι]] [[Αμερικανός]] [[πολίτης]]»)<br /><b>2.</b> [[ιδιώτης]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις αρχές ή [[προς]] τους στρατιωτικούς και τους κληρικούς («[[καλός]] [[πολίτης]]» — λέγεται ως [[ευχή]] σε στρατιώτη που πρόκειται να απολυθεί)<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Πολίτης</i>, <i>η Πολίτισσα</i><br />ο [[κάτοικος]] της Κωνσταντινούπολης ή αυτός που κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη, Κωνσταντινουπολίτης<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ακαδημαϊκός]] [[πολίτης]]» — [[φοιτητής]] ανώτατης σχολής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της ίδιας πόλης, [[συμπολίτης]] («διὰ τοῦτο βλάπτεσθαί ἐστιν ὁ [[πατήρ]]... ὅτι ὑμῶν ἐστι [[πολίτης]]», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ πολιᾱτις</i><br />[[προσωνυμία]] της Αθηνάς στην [[Τεγέα]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πόλη]] (α. «θεοί πολῑται» — πολιούχοι θεοί, <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[πολίτης]] [[δῆμος]]» — ο [[δήμος]] της πόλης, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>οπλ</i>-[[ίτης]]), ενώ ο τ. [[πολιήτης]] / <i>πολιᾱτᾱς</i>, <i>έχει</i> σχηματιστεί [[κατά]] τα <i>κωμ</i>-<i>ήτης</i>/<i>κωμ</i>-<i>ᾱτᾱς</i>, <i>οἰκι</i>-<i>ήτης</i>/<i>οἰκι</i>-<i>ᾱτᾱς</i> (για τη σημ. <b>βλ.</b> και λ. [[πόλη]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, Ιων. [[πολιήτης]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μέλος]] πολιτείας ή κράτους ([[πόλις]]), [[πολίτης]], [[ελεύθερος]] [[πολίτης]], Λατ. [[civis]], σε Ομήρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το Λατ. [[civis]], [[συμπολίτης]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>θεοὶ πολῖται = πολιοῦχοι</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}