Anonymous

προσδέομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 16: Line 16:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α <b>βλ.</b> [[προσδέω]] (II).
|mltxt=Α <b>βλ.</b> [[προσδέω]] (II).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσδέομαι:''' Δωρ. ποοτι-[[δεύομαι]], μέλ. <i>-δεήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εδεήθην</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι σε [[έλλειψη]], βρίσκομαι σε [[στέρηση]], ζητώ, [[απαιτώ]] [[επιπλέον]], <i>τινος</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἤν τι προσδέωμαι</i>, εάν είμαι εξ ολοκλήρου σε [[στέρηση]], σε Ξεν.· με απαρ., [[επιθυμώ]] [[επιπλέον]] να κάνω ένα [[πράγμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] απρόσ., = [[προσδεῖ]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρακαλώ]] ή ζητώ από κάποιον, <i>τί τινος</i>, σε Ηρόδ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[ικετεύω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], στον ίδ.· με γεν. προσ. και απαρ., [[παρακαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], στον ίδ.
}}
}}