Anonymous

προίξ: Difference between revisions

From LSJ
930 bytes added ,  31 December 2018
6
(34)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-κός, ιων. τ. πρόϊξ, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[προίκα]].
|mltxt=-κός, ιων. τ. πρόϊξ, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[προίκα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προίξ:''' [[προικός]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δώρο]], [[δωρεά]], <i>προικὸς γεύσασθαι</i>, [[γεύομαι]] ένα [[δώρο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>προικὸς χαρίσασθαι</i>, [[χαρίζω]] [[προίκα]] ([[προικός]] είναι στη γεν. pretii), στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μερίδιο]] που αποδίδεται στους γάμους, [[προίκα]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> οι Αττ. χρησιμ. την αιτ. [[προῖκα]] ως επίρρ., όπως το [[δωρεά]], ελεύθερη [[δωρεά]], [[χάρισμα]], [[πράγμα]] διδόμενο [[άνευ]] κόστους, Λατ. [[gratis]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· [[προῖκα]] κρίνειν, [[χωρίς]] [[προίκα]], [[χωρίς]] [[δώρο]], σε Δημ.
}}
}}