Anonymous

προσκτίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κτίζω]]<br /><b>1.</b> [[κτίζω]] ή [[ιδρύω]] επί [[πλέον]] («πόλιν δὲ... ᾤκουν [[παντάπασι]] μικράν, προσέκτισε δὲ αὐτοῑς... [[ἄλλην]] ἣν νέαν καλοῡσιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προσκτίζομαι</i><br />καθιερώνομαι επί [[πλέον]] («τῶν προσεκτισμένων αὐτοῡ ἄλλων ἡμερῶν δύο», πάπ.).
|mltxt=Α<br />[[κτίζω]]<br /><b>1.</b> [[κτίζω]] ή [[ιδρύω]] επί [[πλέον]] («πόλιν δὲ... ᾤκουν [[παντάπασι]] μικράν, προσέκτισε δὲ αὐτοῑς... [[ἄλλην]] ἣν νέαν καλοῡσιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προσκτίζομαι</i><br />καθιερώνομαι επί [[πλέον]] («τῶν προσεκτισμένων αὐτοῡ ἄλλων ἡμερῶν δύο», πάπ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσκτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[χτίζω]] ή [[ιδρύω]] [[επιπλέον]], <i>πόλιν</i>, σε Στράβ.
}}
}}