Anonymous

προσκύπτω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[κύπτω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω, [[γέρνω]] από το [[παράθυρο]] ή από τον εξώστη<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλίνω]], [[γέρνω]] [[προς]] κάποιον, [[σκύβω]].
|mltxt=ΜΑ [[κύπτω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω, [[γέρνω]] από το [[παράθυρο]] ή από τον εξώστη<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλίνω]], [[γέρνω]] [[προς]] κάποιον, [[σκύβω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, παρακ. <i>-κέκῡφα</i>· [[σκύβω]] προς ή [[επάνω]] σε κάποιον, σε Αριστοφ.· [[προσκύπτω]] τινὶτὸ [[οὖς]], [[σκύβω]] προς το [[μέρος]] κάποιου και [[ψιθυρίζω]] στο [[αυτί]] του, σε Πλάτ.
}}
}}