Anonymous

ῥάκος: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ῥάκος]], -εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. [[βράκος]] Α<br /><b>1.</b> φθαρμένο και κατασχισμένο [[ένδυμα]]<br /><b>2.</b> [[κομμάτι]] παλιού υφάσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («[[μετά]] την [[κηδεία]] ήταν ένα [[ράκος]] ανθρώπινο»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ράκη φράσεων» — ακατάλειπτα, ασυνάρτητα απομεινάρια λέξεων, σκόρπιες λέξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεμάχιο]] υφάσματος, [[ρετάλι]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] δέρματος αποσπασμένο από το [[σώμα]]<br /><b>3.</b> <b>(περιλπτ.)</b> [[είδος]] [[γάζας]] από νήματα λινού υφάσματος που τοποθετείται [[πάνω]] στις πληγές, ξεντό<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[λείψανο]] ή [[απομεινάρι]] που προκαλεί [[θλίψη]] («εἰκάσαι τὸ [[ἐρείπιον]] ῥάκει οἰκίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ῥάκη</i><br />οι [[ρυτίδες]] του προσώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι αιολ. τ. <i>βράκ</i>-<i>αλον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥόπ</i>-<i>αλον</i>, <i>σκύτ</i>-<i>αλον</i>) και [[βράκετ]](<i>ρ</i>)<i>ον</i>, που επιβεβαιώνουν την [[παρουσία]] αρκτικού <i>F</i> στο θ. της λ., θα μπορούσαν να την αναγάγουν σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>-<i>k</i>- &GT; <i>wre</i>-<i>k</i>- &GT; <i>wresk</i>- «[[ανοίγω]], [[σχίζω]], [[χαράσσω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>vrścati</i> «[[σχίζω]], [[καταστρέφω]]», αρχ. σλαβ. <i>vraska</i> «[[ρυτίδα]]»)].
|mltxt=το / [[ῥάκος]], -εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. [[βράκος]] Α<br /><b>1.</b> φθαρμένο και κατασχισμένο [[ένδυμα]]<br /><b>2.</b> [[κομμάτι]] παλιού υφάσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («[[μετά]] την [[κηδεία]] ήταν ένα [[ράκος]] ανθρώπινο»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ράκη φράσεων» — ακατάλειπτα, ασυνάρτητα απομεινάρια λέξεων, σκόρπιες λέξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεμάχιο]] υφάσματος, [[ρετάλι]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] δέρματος αποσπασμένο από το [[σώμα]]<br /><b>3.</b> <b>(περιλπτ.)</b> [[είδος]] [[γάζας]] από νήματα λινού υφάσματος που τοποθετείται [[πάνω]] στις πληγές, ξεντό<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[λείψανο]] ή [[απομεινάρι]] που προκαλεί [[θλίψη]] («εἰκάσαι τὸ [[ἐρείπιον]] ῥάκει οἰκίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ῥάκη</i><br />οι [[ρυτίδες]] του προσώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι αιολ. τ. <i>βράκ</i>-<i>αλον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥόπ</i>-<i>αλον</i>, <i>σκύτ</i>-<i>αλον</i>) και [[βράκετ]](<i>ρ</i>)<i>ον</i>, που επιβεβαιώνουν την [[παρουσία]] αρκτικού <i>F</i> στο θ. της λ., θα μπορούσαν να την αναγάγουν σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>-<i>k</i>- &GT; <i>wre</i>-<i>k</i>- &GT; <i>wresk</i>- «[[ανοίγω]], [[σχίζω]], [[χαράσσω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>vrścati</i> «[[σχίζω]], [[καταστρέφω]]», αρχ. σλαβ. <i>vraska</i> «[[ρυτίδα]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥάκος:''' [ᾰ], -εος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> κουρελιασμένο [[ένδυμα]], [[κουρέλι]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· στον πληθ., <i>ῥάκεα</i>, Αττ. <i>ῥάκη</i>, κουρέλια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[λωρίδα]], [[ταινία]] υφάσματος, [[πανί]], σε Ηρόδ.· [[κομμάτι]], [[τεμάχιο]] σάρκας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> σε πληθ., ζάρες, [[ρυτίδες]] προσώπου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[κουρέλι]], [[απομεινάρι]], [[λείψανο]], [[υπόλοιπο]], σε Ανώνυμ. παρ' Αριστ.· λέγεται, επίσης, για γέρο [[ναυτικό]], ἁλίοιο βίου [[ῥάκος]], σε Ανθ.
}}
}}