Anonymous

σάνδυξ: Difference between revisions

From LSJ
6
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-υκος και σάνδιξ, -ικος, ἡ, Α<br />λαμπερό ερυθρό [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αλοιφής, πιθ. [[μίγμα]] οξειδίου του ψευδαργύρου και ανθρακικού άλατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Πρόκειται για λ. με ευρεία [[διάδοση]], η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>sind</i><i>ū</i><i>ram</i> «κόκκινο [[χρώμα]]», ασσυριακό <i>samtu</i>, <i>sandu</i> «[[είδος]] κόκκινης πέτρας» και πιθ. με την λ. [[σανδαράκη]]. Την λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>sandyx</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-υκος, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> μικρή [[θήκη]], σεντουκάκι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., η οποία [[μάλλον]] δεν [[πρέπει]] να συνδεθεί με το [[σάνδυξ]] (Ι)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-υκος και σάνδιξ, -ικος, ἡ, Α<br />λαμπερό ερυθρό [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αλοιφής, πιθ. [[μίγμα]] οξειδίου του ψευδαργύρου και ανθρακικού άλατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Πρόκειται για λ. με ευρεία [[διάδοση]], η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>sind</i><i>ū</i><i>ram</i> «κόκκινο [[χρώμα]]», ασσυριακό <i>samtu</i>, <i>sandu</i> «[[είδος]] κόκκινης πέτρας» και πιθ. με την λ. [[σανδαράκη]]. Την λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>sandyx</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-υκος, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> μικρή [[θήκη]], σεντουκάκι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., η οποία [[μάλλον]] δεν [[πρέπει]] να συνδεθεί με το [[σάνδυξ]] (Ι)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σάνδυξ:''' -υκος ή [[σάνδιξ]], -ικος, ἡ, ανοιχτή κόκκινη [[χρωστική]] στο [[χρώμα]] της σάρκας, που ονομάζεται επίσης [[ἀρμένιον]], σε Στράβ.
}}
}}