Anonymous

πω: Difference between revisions

From LSJ
511 bytes added ,  31 December 2018
6
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. κω Α<br /> (εγκλιτ. [[μόριο]])<br /> <b>1.</b> [[μέχρι]] [[τώρα]], [[ακόμη]] («μὴ δή πω... λυώμεθα... ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (με [[άρνηση]]) [[καθόλου]], με κανέναν τρόπο<br /> <b>3.</b> [[κάπως]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[μόριο]] <i>πω</i> έχει σχηματιστεί από το θ. των αόρ. επιρρ. και αντωνυμιών <i>πο</i>- και απαντά συχνότερα συνθ. με τα αρνητικά: <i>οὔ</i>-<i>πω</i>, <i>μή</i>-<i>πω</i>, <i>πώ</i>-<i>ποτε</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-)].
|mltxt=και ιων. τ. κω Α<br /> (εγκλιτ. [[μόριο]])<br /> <b>1.</b> [[μέχρι]] [[τώρα]], [[ακόμη]] («μὴ δή πω... λυώμεθα... ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (με [[άρνηση]]) [[καθόλου]], με κανέναν τρόπο<br /> <b>3.</b> [[κάπως]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[μόριο]] <i>πω</i> έχει σχηματιστεί από το θ. των αόρ. επιρρ. και αντωνυμιών <i>πο</i>- και απαντά συχνότερα συνθ. με τα αρνητικά: <i>οὔ</i>-<i>πω</i>, <i>μή</i>-<i>πω</i>, <i>πώ</i>-<i>ποτε</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πω:''' Ιων. κω, εγκλιτ. [[μόριο]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μέχρι]] αυτή τη [[στιγμή]], [[ακόμη]], [[σχεδόν]] πάντα με [[άρνηση]] (όπως το Λατ. -[[dum]] στο [[non]]-[[dum]]) με την οποία αποτελεί μια [[λέξη]], [[οὔπω]], [[μήπω]]·<br /><b class="num">II.</b> [[μετά]] τον Όμηρο με ερωτήσεις που υπονοούν [[άρνηση]], σε Σοφ., Θουκ.
}}
}}