Anonymous

σάκτωρ: Difference between revisions

From LSJ
6
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που φορτώνει ή γεμίζει [[κάτι]] («Ἅιδου σάκτορι Περσᾱν» — αυτός που γεμίζει τον [[κάτω]] κόσμο με Πέρσες, [[δηλαδή]] ο [[θάνατος]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάττω]] «[[γεμίζω]], [[τακτοποιώ]], [[στοιβάζω]]» (για το θ. <i>σακ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σάττω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τινάκ</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που φορτώνει ή γεμίζει [[κάτι]] («Ἅιδου σάκτορι Περσᾱν» — αυτός που γεμίζει τον [[κάτω]] κόσμο με Πέρσες, [[δηλαδή]] ο [[θάνατος]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάττω]] «[[γεμίζω]], [[τακτοποιώ]], [[στοιβάζω]]» (για το θ. <i>σακ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σάττω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τινάκ</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σάκτωρ:''' -ορος, ὁ ([[σάττω]]), αυτός που φορτώνει, που συσκευάζει· Ἅιδου [[σάκτωρ]], αυτός που επισωρεύει και γεμίζει τον Κάτω Κόσμο με νεκρούς, σε Αισχύλ.
}}
}}