Anonymous

σιδηροχάρμης: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μαχητικός]], [[φιλοπόλεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χάρμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρμη]] <span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκο</i>-[[χάρμης]]].
|mltxt=ὁ, Α<br />(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μαχητικός]], [[φιλοπόλεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χάρμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρμη]] <span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκο</i>-[[χάρμης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηροχάρμης:''' -ου, ὁ, αυτός που μάχεται με (ή πιθ. βρίσκει υπερβολική [[ευχαρίστηση]] στα) σιδερένια όπλα, επίθ. για πολεμικά σιδερόφρακτα άλογα, σε Πίνδ.
}}
}}