3,274,216
edits
(39) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, το αρσ. και το θηλ. και ως ουσ. [[συγκοινωνός]], ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[εταίρος]], [[σύντροφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κοινωνός]] «[[μέτοχος]], [[σύντροφος]]»]. | |mltxt=-όν, το αρσ. και το θηλ. και ως ουσ. [[συγκοινωνός]], ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[εταίρος]], [[σύντροφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κοινωνός]] «[[μέτοχος]], [[σύντροφος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκοινωνός:''' -ή, -όν, αυτός που μετέχει από κοινού σε [[κάτι]], [[συμμέτοχος]], με γεν., σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |