Anonymous

συνέχω: Difference between revisions

From LSJ
1,834 bytes added ,  31 December 2018
6
(40)
(6)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ἔχω]]<br />[[κρατώ]] σε [[σύνδεση]], [[συγκρατώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με φόβο) [[διακατέχω]] (α. «τον συνέχει [[φόβος]]» β. «συνέχεται από φόβο»)<br /><b>2.</b> (το μεσ.) <i>συνέχομαι</i><br />[[αποτελώ]] [[συνέχεια]] άλλου, [[επικοινωνώ]] με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για τον θεό) [[διατηρώ]] στη ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] κλειστό<br /><b>2.</b> [[περικλείω]] [[μέσα]] μου, [[εμπεριέχω]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[πλήθος]] ανθρώπων) [[διατηρώ]] σε [[συνοχή]]<br /><b>4.</b> [[συντηρώ]], [[διαφυλάσσω]], [[διατηρώ]] σε ορισμένη [[κατάσταση]] («τοὺς πολίτας συνέχειν ἐν τοῑς ὅπλοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατακρατώ]] («μὴ πλείους [[πέντε]] ἡμερῶν σύσχῃς τὸ [[ὕδωρ]]», πάπ.)<br /><b>6.</b> [[αποτρέπω]] κάποιον να προβεί σε ορισμένη [[ενέργεια]] («συνέχων τοὺς στρατιώτας ἐκ τῶν ἱεροσυληθέντων λειψάνων», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>7.</b> (σχετικά με [[κάθε]] είδους κοινωνική ή [[πολιτική]] [[συγκρότηση]]) [[κρατώ]] σε [[ενότητα]], σε [[ομόνοια]] («καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ [[κοινωνία]] συνέχει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> (σχετικά με [[κωπηλασία]]) [[διατηρώ]] σε ρυθμό<br /><b>9.</b> [[συνδέω]] με φιλικούς δεσμούς<br /><b>10.</b> [[απασχολώ]] κάποιον με [[κάτι]] («ἐν γυναιξί καὶ θιάσοις καὶ κώμοις συνέχοντος ἑαυτόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[παίρνω]] [[μαζί]] μου κάποιον ύστερα από [[πρόσκληση]] («συνέχειν γυναῑκα ἐπὶ καπηλείου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>12.</b> (για λόγο) [[περιλαμβάνω]], [[εμπεριέχω]] («εἷς [[λόγος]] πάσας τὰς αἰσθήσεις συνέχει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[κρατώ]] κάποιον σε περιορισμό, [[κρατώ]] στη [[φυλακή]]<br /><b>14.</b> [[παρεμποδίζω]], [[παρακωλύω]]<br /><b>15.</b> [[σταματώ]] [[κάτι]]<br /><b>16.</b> (σχετικά με πράγματα) [[ασφαλίζω]]<br /><b>17.</b> [[υποχρεώνω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («ἡ [[ἀγάπη]] τοῡ Χριστοῡ συνέχει ἡμᾱς», ΚΔ)<br /><b>18.</b> [[πιέζω]], [[καταθλίβω]], [[στενοχωρώ]], [[ενοχλώ]] («ἡ [[σκληροκοιτία]] λυπεῑ καὶ συνέχει τὸ [[σῶμα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>19.</b> [[διατηρώ]] σε [[ενέργεια]] δύο πράγματα ταυτόχρονα («δύο σχολὰς συνεῑχε», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>20.</b> [[συγκεντρώνω]] σε [[αποθήκη]] («σύνεχε τὰ γενήματα», πάπ.)<br /><b>21.</b> (ως αμτβ.) α) έχω στενή [[σχέση]] με [[κάτι]] ή, [[ακόμη]], συμπίμπω με [[κάτι]] («[[δέκατος]] ἐστι [[τρόπος]], ὅς [[μάλιστα]] συνέχει πρὸς τὰ ἠθικά», Σέξτ. Εμπ.)<br />β) [[εξακολουθώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[συνεχίζω]]<br /><b>22.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συνέχομαι</i><br />α) [[ζαρώνω]] («ὁ [[καρπὸς]]... ἄν μὴ πλυθῇ... συνέχεται», Θεόφρ.)<br />β) ([[κυρίως]] ως αλληλοπαθές) i) συμπλέκομαι αμοιβαίως<br />ii) [[σμίγω]] ερωτικά, συνουσιάζομαι<br />γ) προκαλούμαι [[κατά]] κύριο λόγο από [[κάτι]] («τὸν πρὸς τῇ ὑπεκλύσει πυρετὸν ὑπ' ἄλλης αἰτιας συνέχεσθαι», Σωρ.)<br />δ) (με δοτ. με την οποία και δηλώνεται το [[αίτιο]] της δυσάρεστης κατάστασης στην οποία βρίσκεται [[κάποιος]]) ενοχλούμαι από [[κάτι]] [[είτε]] ως [[προς]] την ψυχική ή πνευματική μου [[κατάσταση]] [[είτε]] ως [[προς]] τη σωματική μου [[υγεία]] και [[ακεραιότητα]] (α. «φροντὶς ᾗ ξυνεσχόμην», <b>Ευρ.</b><br />β. «μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασι συνεχόμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) [[συνάπτω]] [[μάχη]] εκ του [[συστάδην]]<br /><b>23.</b> (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ συνέχον</i><br />το ουσιώδες, αυτό που έχει τη βασικότερη, την ουσιαστικότερη [[σημασία]] («τὸ συνέχον τῆς ἐκκλησίας» — ο [[κύριος]] [[λόγος]] σύγκλησης συνέλευσης του λαού, <b>Πολ.</b>)<br /><b>24.</b> <b>φρ.</b> «συνέχει τὸ [[ἄρθρον]]»<br /><b>γραμμ.</b> συνοδεύεται από το [[άρθρο]] (Απολλ. Δύσκ.).
|mltxt=ΝΜΑ [[ἔχω]]<br />[[κρατώ]] σε [[σύνδεση]], [[συγκρατώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με φόβο) [[διακατέχω]] (α. «τον συνέχει [[φόβος]]» β. «συνέχεται από φόβο»)<br /><b>2.</b> (το μεσ.) <i>συνέχομαι</i><br />[[αποτελώ]] [[συνέχεια]] άλλου, [[επικοινωνώ]] με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για τον θεό) [[διατηρώ]] στη ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] κλειστό<br /><b>2.</b> [[περικλείω]] [[μέσα]] μου, [[εμπεριέχω]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[πλήθος]] ανθρώπων) [[διατηρώ]] σε [[συνοχή]]<br /><b>4.</b> [[συντηρώ]], [[διαφυλάσσω]], [[διατηρώ]] σε ορισμένη [[κατάσταση]] («τοὺς πολίτας συνέχειν ἐν τοῑς ὅπλοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατακρατώ]] («μὴ πλείους [[πέντε]] ἡμερῶν σύσχῃς τὸ [[ὕδωρ]]», πάπ.)<br /><b>6.</b> [[αποτρέπω]] κάποιον να προβεί σε ορισμένη [[ενέργεια]] («συνέχων τοὺς στρατιώτας ἐκ τῶν ἱεροσυληθέντων λειψάνων», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>7.</b> (σχετικά με [[κάθε]] είδους κοινωνική ή [[πολιτική]] [[συγκρότηση]]) [[κρατώ]] σε [[ενότητα]], σε [[ομόνοια]] («καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ [[κοινωνία]] συνέχει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> (σχετικά με [[κωπηλασία]]) [[διατηρώ]] σε ρυθμό<br /><b>9.</b> [[συνδέω]] με φιλικούς δεσμούς<br /><b>10.</b> [[απασχολώ]] κάποιον με [[κάτι]] («ἐν γυναιξί καὶ θιάσοις καὶ κώμοις συνέχοντος ἑαυτόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[παίρνω]] [[μαζί]] μου κάποιον ύστερα από [[πρόσκληση]] («συνέχειν γυναῑκα ἐπὶ καπηλείου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>12.</b> (για λόγο) [[περιλαμβάνω]], [[εμπεριέχω]] («εἷς [[λόγος]] πάσας τὰς αἰσθήσεις συνέχει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[κρατώ]] κάποιον σε περιορισμό, [[κρατώ]] στη [[φυλακή]]<br /><b>14.</b> [[παρεμποδίζω]], [[παρακωλύω]]<br /><b>15.</b> [[σταματώ]] [[κάτι]]<br /><b>16.</b> (σχετικά με πράγματα) [[ασφαλίζω]]<br /><b>17.</b> [[υποχρεώνω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («ἡ [[ἀγάπη]] τοῡ Χριστοῡ συνέχει ἡμᾱς», ΚΔ)<br /><b>18.</b> [[πιέζω]], [[καταθλίβω]], [[στενοχωρώ]], [[ενοχλώ]] («ἡ [[σκληροκοιτία]] λυπεῑ καὶ συνέχει τὸ [[σῶμα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>19.</b> [[διατηρώ]] σε [[ενέργεια]] δύο πράγματα ταυτόχρονα («δύο σχολὰς συνεῑχε», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>20.</b> [[συγκεντρώνω]] σε [[αποθήκη]] («σύνεχε τὰ γενήματα», πάπ.)<br /><b>21.</b> (ως αμτβ.) α) έχω στενή [[σχέση]] με [[κάτι]] ή, [[ακόμη]], συμπίμπω με [[κάτι]] («[[δέκατος]] ἐστι [[τρόπος]], ὅς [[μάλιστα]] συνέχει πρὸς τὰ ἠθικά», Σέξτ. Εμπ.)<br />β) [[εξακολουθώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[συνεχίζω]]<br /><b>22.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συνέχομαι</i><br />α) [[ζαρώνω]] («ὁ [[καρπὸς]]... ἄν μὴ πλυθῇ... συνέχεται», Θεόφρ.)<br />β) ([[κυρίως]] ως αλληλοπαθές) i) συμπλέκομαι αμοιβαίως<br />ii) [[σμίγω]] ερωτικά, συνουσιάζομαι<br />γ) προκαλούμαι [[κατά]] κύριο λόγο από [[κάτι]] («τὸν πρὸς τῇ ὑπεκλύσει πυρετὸν ὑπ' ἄλλης αἰτιας συνέχεσθαι», Σωρ.)<br />δ) (με δοτ. με την οποία και δηλώνεται το [[αίτιο]] της δυσάρεστης κατάστασης στην οποία βρίσκεται [[κάποιος]]) ενοχλούμαι από [[κάτι]] [[είτε]] ως [[προς]] την ψυχική ή πνευματική μου [[κατάσταση]] [[είτε]] ως [[προς]] τη σωματική μου [[υγεία]] και [[ακεραιότητα]] (α. «φροντὶς ᾗ ξυνεσχόμην», <b>Ευρ.</b><br />β. «μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασι συνεχόμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) [[συνάπτω]] [[μάχη]] εκ του [[συστάδην]]<br /><b>23.</b> (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ συνέχον</i><br />το ουσιώδες, αυτό που έχει τη βασικότερη, την ουσιαστικότερη [[σημασία]] («τὸ συνέχον τῆς ἐκκλησίας» — ο [[κύριος]] [[λόγος]] σύγκλησης συνέλευσης του λαού, <b>Πολ.</b>)<br /><b>24.</b> <b>φρ.</b> «συνέχει τὸ [[ἄρθρον]]»<br /><b>γραμμ.</b> συνοδεύεται από το [[άρθρο]] (Απολλ. Δύσκ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνέχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. βʹ [[συνέσχον]] — Μέσ., μέλ. με Παθ. [[σημασία]] -[[σχήσομαι]], σε Δημ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κρατώ]] μαζί, [[συγκρατώ]], [[συσφίγγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[περικλείω]], [[περιβάλλω]], [[περιέχω]], [[περιζώνω]], [[περικυκλώνω]], σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρατώ]] μαζί κάποιους ενωμένους, [[εμποδίζω]] τον διασκορπισμό τους, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· [[συνεπώς]], [[συνέχω]] [[πάλιν]], [[συγκρατώ]] την πόλη ενωμένη, [[εμποδίζω]] τη [[διάσπαση]] και την [[καταστροφή]] της, σε Ευρ.· καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ [[κοινωνία]] ξυνέχει, σε Πλάτ.· [[συνέχω]] τὴν πολιτείαν, σε Δημ.· ομοίως, [[ξυνέχω]] τὴν εἰρεσίαν, [[κρατώ]] ενωμένους τους κωπηλάτες, τους κάνω να κωπηλατούν ρυθμικά, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[εξαναγκάζω]], [[ασκώ]] [[πίεση]] ή [[βία]] σε κάποιον για [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">4.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]], [[καταθλίβω]], [[καταπιέζω]], στο ίδ. — Παθ., [[υφίσταμαι]] καταναγκασμό, στενοχωρούμαι, καταπιέζομαι, θλίβομαι, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[συνέρχομαι]], συνενώνομαι, <i>εἰς ἕν</i>, σε Αριστ.
}}
}}