Anonymous

συμποτικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συμποτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπότης]]<br />αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε [[συμπόσιο]] (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική [[μουσική]]», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[συμποτικός]]<br />αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που του αρέσουν τα συμπόσια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συμποτικαὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες που ταιριάζουν σε [[συμπόσιο]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «νόμοι συμποτικοί» — κανόνες για τη [[διεξαγωγή]] του συμποσίου, που τους επέβαλλε ο [[συμποσίαρχος]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «Συμποτικὰ προβλήματα» — [[τίτλος]] έργου του Πλουτάρχου<br />δ) «Συμποτικοὶ διάλογοι» και «Συμποτικὰ υπομνήματα» — τίτλοι έργων του Περσαίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμποτικῶς</i> Α<br />με τρόπο που ταιριάζει σε [[συμπόσιο]].
|mltxt=-ή, -ό / [[συμποτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπότης]]<br />αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε [[συμπόσιο]] (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική [[μουσική]]», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[συμποτικός]]<br />αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που του αρέσουν τα συμπόσια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συμποτικαὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες που ταιριάζουν σε [[συμπόσιο]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «νόμοι συμποτικοί» — κανόνες για τη [[διεξαγωγή]] του συμποσίου, που τους επέβαλλε ο [[συμποσίαρχος]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «Συμποτικὰ προβλήματα» — [[τίτλος]] έργου του Πλουτάρχου<br />δ) «Συμποτικοὶ διάλογοι» και «Συμποτικὰ υπομνήματα» — τίτλοι έργων του Περσαίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμποτικῶς</i> Α<br />με τρόπο που ταιριάζει σε [[συμπόσιο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμποτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο [[συμπόσιον]], σε αυτούς που πίνουν μαζί, [[φαιδρός]], [[χαρούμενος]], σε Αριστοφ.· <i>συμποτικαὶ ἁρμονίαι</i>, σκοποί που είναι κατάλληλοι για τραγούδια συμποσιαστών, σε Πλάτ.· [[συμποτικός]], [[φαιδρός]], [[κεφάτος]] [[άνθρωπος]], σε Αριστοφ.· συγκρ. <i>-ώτερος</i>, υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Λουκ.
}}
}}