3,274,313
edits
(41) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γόνος]], [[γέννημα]], [[τέκνο]]<br /><b>2.</b> το [[κέρδος]] που αποφέρουν χρήματα που έχουν δανειστεί για ένα ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] και με ορισμένο [[επιτόκιο]], η [[τιμή]] που [[πρέπει]] να καταβληθεί για τη [[χρήση]] μιας πίστωσης ή ποσότητας χρημάτων (α. «μού επέστρεψε τα χρήματα [[χωρίς]], όμως, τους τόκους» β. «τοῡ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(καταχρ.)</b> το [[επιτόκιο]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[είδος]] σταθερού πολιτικού, όχι φυσικού, καρπού, [[δηλαδή]] [[εισόδημα]] που απορρέει από χρηματικό ή άλλης φύσεως αντικαταστατών πραγμάτων [[κεφάλαιο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τραπεζικός]] [[τόκος]]» — ο [[τόκος]] που εισπράττεται από [[τράπεζα]] για δάνεια τα οποία χορηγεί ή ο [[τόκος]] που καταβάλλεται από [[τράπεζα]] για καταθέσεις οι οποίες γίνονται σ' αυτήν<br />β) «[[προεξοφλητικός]] [[τόκος]]» — το προεξοφλητικό [[επιτόκιο]] (<b>βλ.</b> [[προεξοφλητικός]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) ο [[τοκετός]], η [[γέννα]] («Ἀλκμήνης δ' ἀπέπαυσε τόκον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[χρόνος]] του τοκετού<br /><b>3.</b> [[εμβρυώδης]] [[κατάσταση]] («ἡ [[φύσις]] τοῡ παιδίου τοῡ ἐν τόκῳ», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (γενικά) [[δημιούργημα]], [[δημιουργία]] («ἤ τίκτων λόγους ἤ τῶν ἑτέρων τόκον λαμβάνειν», Λιβάν.)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπίεση]], [[στενοχώρια]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[τόκος]] τόκου» ή «τόκοι τόκων» — [[ανατοκισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τοκ</i>-της ρίζας του ρ. [[τίκτω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τίκτω]])]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γόνος]], [[γέννημα]], [[τέκνο]]<br /><b>2.</b> το [[κέρδος]] που αποφέρουν χρήματα που έχουν δανειστεί για ένα ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] και με ορισμένο [[επιτόκιο]], η [[τιμή]] που [[πρέπει]] να καταβληθεί για τη [[χρήση]] μιας πίστωσης ή ποσότητας χρημάτων (α. «μού επέστρεψε τα χρήματα [[χωρίς]], όμως, τους τόκους» β. «τοῡ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(καταχρ.)</b> το [[επιτόκιο]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[είδος]] σταθερού πολιτικού, όχι φυσικού, καρπού, [[δηλαδή]] [[εισόδημα]] που απορρέει από χρηματικό ή άλλης φύσεως αντικαταστατών πραγμάτων [[κεφάλαιο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τραπεζικός]] [[τόκος]]» — ο [[τόκος]] που εισπράττεται από [[τράπεζα]] για δάνεια τα οποία χορηγεί ή ο [[τόκος]] που καταβάλλεται από [[τράπεζα]] για καταθέσεις οι οποίες γίνονται σ' αυτήν<br />β) «[[προεξοφλητικός]] [[τόκος]]» — το προεξοφλητικό [[επιτόκιο]] (<b>βλ.</b> [[προεξοφλητικός]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) ο [[τοκετός]], η [[γέννα]] («Ἀλκμήνης δ' ἀπέπαυσε τόκον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[χρόνος]] του τοκετού<br /><b>3.</b> [[εμβρυώδης]] [[κατάσταση]] («ἡ [[φύσις]] τοῡ παιδίου τοῡ ἐν τόκῳ», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (γενικά) [[δημιούργημα]], [[δημιουργία]] («ἤ τίκτων λόγους ἤ τῶν ἑτέρων τόκον λαμβάνειν», Λιβάν.)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπίεση]], [[στενοχώρια]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[τόκος]] τόκου» ή «τόκοι τόκων» — [[ανατοκισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τοκ</i>-της ρίζας του ρ. [[τίκτω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τίκτω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τόκος:''' ὁ ([[τίκτω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τοκετός]], [[γέννα]], σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[χρόνος]] τοκετού, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτό που γεννιέται, [[παιδί]], σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κέρδος]] το οποίο αποφέρουν τα δανεισθέντα χρήματα, [[τόκος]], Λατ. [[usura]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἐπὶ τόκῳ</i> ή <i>ἐπὶ τόκον δανείζεσθαι</i>, δανείζομαι με τόκο, σε Δημ.· <i>τόκοι τόκων</i>, [[σύνθετος]] [[τόκος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> οι καρποί της γης, σε Ξεν. | |||
}} | }} |