Anonymous

τρικάρηνος: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. τρικάρανος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[τρεις]] κεφαλές ή κορυφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δı</i>-<i>κάρηνος</i>].
|mltxt=και δωρ. τ. τρικάρανος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[τρεις]] κεφαλές ή κορυφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δı</i>-<i>κάρηνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῐκάρηνος:''' [ᾰ], -ον ([[κάρηνον]]), αυτός που έχει [[τρία]] κεφάλια, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
}}
}}