3,274,216
edits
(42) |
(6) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>(λόγιοςτ.)</b> [[χτυπώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ελέγχω]], [[επιτιμώ]] («μέ τύπτει η συνείδησή μου» — [[νιώθω]] [[μεταμέλεια]] για [[κάτι]] επιλήψιμο που έκανα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προξενώ]] πληγές με [[χτύπημα]] ράβδου<br /><b>2.</b> (στον Όμ.) [[πλήττω]] με πολεμικά όπλα («[[ξίφος]] ὀξύ, τῷ ὃ γε [[γαστέρα]] τύψε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κρούω]] («ὁ δὲ χθόνα τύπτε μετώπῳ» — έπεσε [[καταγής]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χτυπώ]] με [[κεντρί]], [[κεντώ]] (α. «οἱ βασιλεῑς μελιττῶν... οὐ τύπτουσιν», <b>Αριστοτ.</b><br />θ. «[[ὄφις]] μ' ἔτυψε [[μικρός]]», Ανακρ.)<br /><b>5.</b> (σχετικά με βέλη, ακόντια ή οποιαδήποτε βλήματα) [[βάλλω]]<br /><b>6.</b> [[κόβω]] [[νόμισμα]]<br /><b>7.</b> (μτφ. α) [[στενοχωρώ]] πολύ, [[πληγώνω]] («τὸν δ' [[ἄχος]] ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῑαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>) β) (για την [[καρδιά]]) πάλλομαι ορμητικά, [[ιδίως]] από φόβο («ἱνατί οὐκ ἐσθίεις; καὶ ἱνατί τύπτει σε ἡ [[καρδία]] σου;», ΠΔ)<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>τύπτομαι</i><br />α) [[χτυπιέμαι]] και, ειδικότερα, [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου από [[θλίψη]], [[στηθοκοπιέμαι]]<br />β) (με αιτ.) [[θρηνώ]] κάποιον («τὸν δὲ τύπτονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (με σύστοιχη αιτ.) [[κάνω]] πληγές, πληγώνομαι («τυπτόμενος πολλάς», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τύπ</i>-<i>τω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τυπ</i>-<i>jω</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κλέπ</i>-<i>τω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέπ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>teup</i>- «[[σπρώχνω]], ωθώ» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[στύπος]] [Ι]) και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>tupati</i> «[[χτυπώ]], [[πληγώνω]]», αρχ. σλαβ. <i>tŭpati</i> «[[κτύπος]] της καρδιάς», <i>tŭpŭtŭ</i> «[[θόρυβος]]». Από τα παρ. του ρ. [[τύπτω]], η λ. [[τύπος]], [[εκτός]] από την αρχική σημ. «[[κτύπος]]», έλαβε ειδικότερες σημ., όπως: «[[αποτύπωμα]]», «[[σχήμα]], [[μορφή]]» «[[μήτρα]], [[καλούπι]]», «[[πρότυπο]], [[υπόδειγμα]]», «[[χαρακτήρας]], [[τρόπος]] συμπεριφοράς» (για τις σημ. <b>βλ. λ.</b> [[τύπος]]) και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στο τεχνικό [[λεξιλόγιο]]]. | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>(λόγιοςτ.)</b> [[χτυπώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ελέγχω]], [[επιτιμώ]] («μέ τύπτει η συνείδησή μου» — [[νιώθω]] [[μεταμέλεια]] για [[κάτι]] επιλήψιμο που έκανα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προξενώ]] πληγές με [[χτύπημα]] ράβδου<br /><b>2.</b> (στον Όμ.) [[πλήττω]] με πολεμικά όπλα («[[ξίφος]] ὀξύ, τῷ ὃ γε [[γαστέρα]] τύψε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κρούω]] («ὁ δὲ χθόνα τύπτε μετώπῳ» — έπεσε [[καταγής]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χτυπώ]] με [[κεντρί]], [[κεντώ]] (α. «οἱ βασιλεῑς μελιττῶν... οὐ τύπτουσιν», <b>Αριστοτ.</b><br />θ. «[[ὄφις]] μ' ἔτυψε [[μικρός]]», Ανακρ.)<br /><b>5.</b> (σχετικά με βέλη, ακόντια ή οποιαδήποτε βλήματα) [[βάλλω]]<br /><b>6.</b> [[κόβω]] [[νόμισμα]]<br /><b>7.</b> (μτφ. α) [[στενοχωρώ]] πολύ, [[πληγώνω]] («τὸν δ' [[ἄχος]] ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῑαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>) β) (για την [[καρδιά]]) πάλλομαι ορμητικά, [[ιδίως]] από φόβο («ἱνατί οὐκ ἐσθίεις; καὶ ἱνατί τύπτει σε ἡ [[καρδία]] σου;», ΠΔ)<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>τύπτομαι</i><br />α) [[χτυπιέμαι]] και, ειδικότερα, [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου από [[θλίψη]], [[στηθοκοπιέμαι]]<br />β) (με αιτ.) [[θρηνώ]] κάποιον («τὸν δὲ τύπτονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (με σύστοιχη αιτ.) [[κάνω]] πληγές, πληγώνομαι («τυπτόμενος πολλάς», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τύπ</i>-<i>τω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τυπ</i>-<i>jω</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κλέπ</i>-<i>τω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέπ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>teup</i>- «[[σπρώχνω]], ωθώ» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[στύπος]] [Ι]) και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>tupati</i> «[[χτυπώ]], [[πληγώνω]]», αρχ. σλαβ. <i>tŭpati</i> «[[κτύπος]] της καρδιάς», <i>tŭpŭtŭ</i> «[[θόρυβος]]». Από τα παρ. του ρ. [[τύπτω]], η λ. [[τύπος]], [[εκτός]] από την αρχική σημ. «[[κτύπος]]», έλαβε ειδικότερες σημ., όπως: «[[αποτύπωμα]]», «[[σχήμα]], [[μορφή]]» «[[μήτρα]], [[καλούπι]]», «[[πρότυπο]], [[υπόδειγμα]]», «[[χαρακτήρας]], [[τρόπος]] συμπεριφοράς» (για τις σημ. <b>βλ. λ.</b> [[τύπος]]) και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στο τεχνικό [[λεξιλόγιο]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τύπτω:''' (√<i>ΤῨΠ</i>), Επικ. παρατ. <i>τύπτον</i>· μέλ. <i>τύψω</i>, Αττ. <i>τυπτήσω</i>· αόρ. <i>ἔτυψα</i>, μεταγεν. <i>ἐτύπτησα</i> — Παθ., αόρ. <i>ἐτύφθην</i>, αόρ. βʹ [[ἐτύπην]] [ῠ]· μέλ. <i>τῠπήσομαι</i>· απαρ. παρακ. <i>τετύφθαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἴχνια τύπτιν</i>, περπατά στα ίχνη του, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[Ζέφυρος]] λαίλαπι τύπτων, ο [[δυτικός]] [[άνεμος]] χτυπά με [[μανία]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ἄχος]] κατὰ φρένα τύψε, [[μεγάλη]] [[θλίψη]] πλήγωσε την [[καρδιά]] του [[βαθιά]], στο ίδ.· <i>ἡ ἀληθείη ἔτυψε Καμβύσεα</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. όπως το <i>κόπτομαι</i>, Λατ. [[plangor]], [[χτυπώ]] τα στήθη μου από [[θλίψη]], στον ίδ.· με αιτ. προσ., [[θρηνώ]] για κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ., χτυπούμαι, πλήττομαι, τραυματίζομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[δέχομαι]] [[προσβολή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αντ., [[λαμβάνω]] πληγές, χτυπήματα, <i>ἕλκεα</i>, <i>ὅσσ' ἐτύπη</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τύπτομαι πολλὰς</i> (ενν. [[πληγάς]]), [[δέχομαι]] [[πολλά]] χτυπήματα, σε Αριστοφ.· ομοίως, με δοτ. <i>καιρίῃ</i> (ενν. <i>πληγῇ</i>) <i>τετύφθαι</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |