Anonymous

τυννοῦτος: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον και -ο, Α<br />(επιτ. τ.) τόσο [[μικρός]], τόσο [[λίγος]], [[τοσούτσικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυννός]] «[[μικρός]]», [[κατά]] το <i>τηλικ</i>-<i>οῦτος</i>].
|mltxt=-ον και -ο, Α<br />(επιτ. τ.) τόσο [[μικρός]], τόσο [[λίγος]], [[τοσούτσικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυννός]] «[[μικρός]]», [[κατά]] το <i>τηλικ</i>-<i>οῦτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τυννοῦτος:''' -ον και -ο, επιτετ. [[τύπος]] του [[τυννός]], Λατ. [[tantillus]], σε Αριστοφ.· με δεικτικό <i>ι</i>, τυννουτοσί, <i>-ονί</i>, στον ίδ.· γεν. και δοτ. <i>τυννουτουί</i>, <i>-ῳι</i>, στον ίδ.
}}
}}