Anonymous

ὑποδέω: Difference between revisions

From LSJ
1,112 bytes added ,  31 December 2018
6
(43)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και ὑποδέννυμι και [[ὑποδέννω]] και ὑποδένω Μ<br />[[δένω]] τα σανδάλια [[κάτω]] από τα πόδια μου, [[φοράω]] τα παπούτσια μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τυλίγω]] τα πόδια με [[κάτι]] («τὰς καμήλους... ὑποδοῡσι καρβατίναις [[ὅταν]] ἀλγήσωσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δένω]] [[κάτι]] από [[κάτω]] («ἁμαξίδας γὰρ ποιεῡντες ὑποδέουσι αὐτὰς τῇσι οὐρῇσι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>δέω</i> / <i>δέννυμι</i> / [[δένω]]].
|mltxt=ΜΑ, και ὑποδέννυμι και [[ὑποδέννω]] και ὑποδένω Μ<br />[[δένω]] τα σανδάλια [[κάτω]] από τα πόδια μου, [[φοράω]] τα παπούτσια μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τυλίγω]] τα πόδια με [[κάτι]] («τὰς καμήλους... ὑποδοῡσι καρβατίναις [[ὅταν]] ἀλγήσωσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δένω]] [[κάτι]] από [[κάτω]] («ἁμαξίδας γὰρ ποιεῡντες ὑποδέουσι αὐτὰς τῇσι οὐρῇσι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>δέω</i> / <i>δέννυμι</i> / [[δένω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποδέω:''' μέλ. -[[δήσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[δένω]] ή [[προσδένω]] από [[κάτω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ιδίως]] [[υποδένω]] τα πόδια, δηλ. ποδαίνω, [[διότι]] τα σανδάλια ή τα πέδιλα προσδένονταν με λουριά στα πόδια, σε Πλάτ. — Μέσ., [[δένω]] στα πόδια μου, [[βάζω]], φορώ τα παπούτσια μου, υποδήματά μου, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης με αιτ., <i>ὑποδησάμενος κοθόρνους</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως σε Παθ. παρακ., <i>ὑποδήματα ὑποδεδεμένος</i>, με παντόφλες στα πόδια του, σε Πλάτ.· και απόλ., <i>ὑποδεδεμένοι</i>, φορώντας τα παπούτσια τους, σε Ξεν.· ομοίως, ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν [[πόδα]], με [[παπούτσι]] στο αριστερό [[πόδι]], σε Θουκ.
}}
}}