Anonymous

χήν: Difference between revisions

From LSJ
411 bytes added ,  31 December 2018
6
(46)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ηνός, ὁ, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. χάν, -ανός, ἁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[χήνα]].
|mltxt=-ηνός, ὁ, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. χάν, -ανός, ἁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[χήνα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χήν:''' Δωρ. χάν, ὁ και ἡ, γεν. <i>χηνός</i>· γεν. πληθ. <i>χηνῶν</i>· ανώμ. αιτ. πληθ. <i>χένας</i>, Λατ. [[anser]], άγρια [[χήνα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ήρεμη [[χήνα]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>νὴ</i> ή <i>μὰ τὸν χῆνα</i>, όρκος του Σωκράτη, αντί <i>Ζῆνα</i>.
}}
}}