3,273,733
edits
(46) |
(6) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />ελατό, όλκιμο και ευκατέργαστο με [[σφυρηλασία]] [[μέταλλο]], κιτρινέρυθρου ώς ροδέρυθρου χρώματος, κν. [[μπακίρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> μεταλλικό χημικό [[στοιχείο]] μετάπτωσης, με [[σύμβολο]] Cu και ατομικό αριθμό 29, που ανήκει στην [[ομάδα]] Ib του περιοδικού συστήματος (α. «[[θειούχος]] [[χαλκός]]» β. «[[ανθρακικός]] [[χαλκός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αυτοφυής]] [[χαλκός]]»<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[χαλκός]] που απαντά σε αυτοφυή [[κατάσταση]] στη [[φύση]], [[γεγονός]] που συνετέλεσε στην ευρεία χρησιμοποίησή του από τον άνθρωπο, από τους αρχαιότατους χρόνους<br />β) «[[θειικός]] [[χαλκός]]»<br /><b>χημ.</b> θειικό [[άλας]] του δισθενούς χαλκού, η ένυδρη [[μορφή]] του οποίου [[είναι]] γνωστή και ως [[γαλαζόπετρα]]<br />γ) «[[εποχή]] του Χαλκού»<br /><b>αρχ.</b><br />[[φάση]] στην [[εξέλιξη]] του υλικού πολιτισμού του ανθρώπου, που ακολούθησε την [[εποχή]] του Λίθου και η οποία στην [[Ελλάδα]] άρχισε [[πριν]] από το 3000 π.Χ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που [[είναι]] κατασκευασμένο από χαλκό<br /><b>2.</b> (ειδικά) χάλκινο όπλο και, γενικά, [[χάλκινος]] [[οπλισμός]] («χαλκὸς γὰρ χαλκῷ συμμίξεται, αἵματι δ' [[Ἄρης]] πόντον φοινίξει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) α) [[σύνολο]] χάλκινων σκευών και άλλων αντικειμένων («[[θάλαμον]]... ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) χρήματα και, γενικά, [[περιουσία]]<br /><b>4.</b> χάλκινο [[νόμισμα]]<br /><b>5.</b> [[χάλκωμα]]<br /><b>6.</b> [[βάρος]] ισοδύναμο με το ένα όγδοο του οβολού<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «χαλκὸν ζώννυμαι»<br />(για πολεμιστή) [[φορώ]] την [[πανοπλία]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «[[ἄνθος]] χαλκοῦ» — [[σκωρία]] που πέφτει από τον χαλκό όταν αυτός ψύχεται <b>(Ιπποκρ.)</b><br />γ) «λεπὶς χαλκοῦ» — [[λεπίδα]] που αποχωρίζεται [[καθώς]] ο [[χαλκός]] σφυρηλατείται (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. μετάλλου, η οποία απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>kako</i> και αποτελεί, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], [[δάνειο]] από κάποια [[γλώσσα]] —πιθανότατα ανατολική—, [[αφού]] [[άλλωστε]] και τη [[χρήση]] του μετάλλου [[αυτού]], [[καθώς]] και την [[τεχνική]] παρασκευής του ορειχάλκου, την έμαθαν οι Έλληνες από κάποιον [[ξένο]] λαό του ανατολικού χώρου (γνωστά [[είναι]] π.χ. τα ορυχεία χαλκού στην Κύπρο, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>cuprum</i> «[[χαλκός]]» <span style="color: red;"><</span> [[Κύπρος]]). Ειδικότερα, η λ. [[χαλκός]] έχει ερμηνευθεί [[κατά]] καιρούς από διάφορους μελετητές ως δάνεια από τη Φοινικική, την Αραμαϊκή, τη Σουμεριακή (<b>πρβλ.</b> τον τ. <i>kal</i>.<i>ga</i> «[[ισχυρός]] [[[χαλκός]]]»), ενώ έχει προταθεί και η [[σύνδεση]] της με έναν τ. χεττιτ., [[αλλά]] και γενικά ανατολικό, <i>hapalki</i>- με σημ. «[[σίδηρος]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[χάλυβας]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[χαλκός]], λόγω του κοκκινωπού χρώματος του μετάλλου, μπορεί να συνδεθεί με τον, [[επίσης]] [[δάνειο]], τ. [[κάλχη]] / [[χάλκη]] / [[χάλχη]] «το [[μαλάκιο]] [[πορφύρα]], πορφυρή [[βαφή]]». Έχει, [[επίσης]], υποστηριχθεί από άλλους μελετητές η [[αναγωγή]] της λ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghel</i>(<i>ē</i>)<i>gh</i>-, λ. που χρησιμοποιείται για διάφορα είδη μετάλλων, όπως [[είναι]] λ.χ. ο [[σίδηρος]], ο [[χαλκός]] ή ο [[ορείχαλκος]] (<b>πρβλ.</b> ρωσ. <i>železo</i> και λιθουαν. <i>geležis</i> με σημ. «[[σίδηρος]]»). Η λ. [[χαλκός]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο το ίδιο το [[μέταλλο]] όσο και τον ορείχαλκο, [[δηλαδή]] το [[κράμα]] του μετάλλου [[αυτού]] με κασσίτερο, όπως [[άλλωστε]] συμβαίνει και με τον ΙΕ τ. <i>aios</i>- «[[μέταλλο]], [[χαλκός]], μπρούντζος» (<b>πρβλ.</b> και τα: αρχ. ινδ. <i>ayas</i>-, λατ. <i>aes</i>, γοτθ. <i>aiz</i>), ο [[οποίος]] δεν χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χαλκεύς]], <i>χαλκίδα</i>(-<i>ίς</i>), [[χάλκινος]], [[χαλκίτιδα]](-<i>ίτις</i>), [[χαλκούς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαλκάς]] (ΙΙ), [[χαλκήεις]], [[χαλκήρης]], [[χαλκικός]], [[χαλκίνδα]], [[χαλκίον]], [[χαλκίτης]], [[χαλκύδριον]], [[χαλκώ]], [[χαλκώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χαλκεών]], [[χαλκίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χαλκέα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>χαλκ</i>[[ο]]-. (Β' συνθετικό) [[επίχαλκος]], [[ολόχαλκος]], [[ορείχαλκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αργυρόχαλκος</i>, <i>αριστόχαλκος</i>, <i>αυρόχαλκος</i>, [[άχαλκος]], [[γυιόχαλκος]], [[έγχαλκος]], <i>εξάχαλκος</i>, [[ευθύχαλκος]], [[εύχαλκος]], [[κατάχαλκος]], [[μολυβδόχαλκος]], [[πάγχαλκος]], [[περίχαλκος]], [[πολύχαλκος]], [[σιδηρόχαλκος]], [[υπόχαλκος]], [[χρυσόχαλκος]], [[ωρόχαλκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λευκόχαλκος]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br />ελατό, όλκιμο και ευκατέργαστο με [[σφυρηλασία]] [[μέταλλο]], κιτρινέρυθρου ώς ροδέρυθρου χρώματος, κν. [[μπακίρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> μεταλλικό χημικό [[στοιχείο]] μετάπτωσης, με [[σύμβολο]] Cu και ατομικό αριθμό 29, που ανήκει στην [[ομάδα]] Ib του περιοδικού συστήματος (α. «[[θειούχος]] [[χαλκός]]» β. «[[ανθρακικός]] [[χαλκός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αυτοφυής]] [[χαλκός]]»<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[χαλκός]] που απαντά σε αυτοφυή [[κατάσταση]] στη [[φύση]], [[γεγονός]] που συνετέλεσε στην ευρεία χρησιμοποίησή του από τον άνθρωπο, από τους αρχαιότατους χρόνους<br />β) «[[θειικός]] [[χαλκός]]»<br /><b>χημ.</b> θειικό [[άλας]] του δισθενούς χαλκού, η ένυδρη [[μορφή]] του οποίου [[είναι]] γνωστή και ως [[γαλαζόπετρα]]<br />γ) «[[εποχή]] του Χαλκού»<br /><b>αρχ.</b><br />[[φάση]] στην [[εξέλιξη]] του υλικού πολιτισμού του ανθρώπου, που ακολούθησε την [[εποχή]] του Λίθου και η οποία στην [[Ελλάδα]] άρχισε [[πριν]] από το 3000 π.Χ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που [[είναι]] κατασκευασμένο από χαλκό<br /><b>2.</b> (ειδικά) χάλκινο όπλο και, γενικά, [[χάλκινος]] [[οπλισμός]] («χαλκὸς γὰρ χαλκῷ συμμίξεται, αἵματι δ' [[Ἄρης]] πόντον φοινίξει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) α) [[σύνολο]] χάλκινων σκευών και άλλων αντικειμένων («[[θάλαμον]]... ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) χρήματα και, γενικά, [[περιουσία]]<br /><b>4.</b> χάλκινο [[νόμισμα]]<br /><b>5.</b> [[χάλκωμα]]<br /><b>6.</b> [[βάρος]] ισοδύναμο με το ένα όγδοο του οβολού<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «χαλκὸν ζώννυμαι»<br />(για πολεμιστή) [[φορώ]] την [[πανοπλία]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «[[ἄνθος]] χαλκοῦ» — [[σκωρία]] που πέφτει από τον χαλκό όταν αυτός ψύχεται <b>(Ιπποκρ.)</b><br />γ) «λεπὶς χαλκοῦ» — [[λεπίδα]] που αποχωρίζεται [[καθώς]] ο [[χαλκός]] σφυρηλατείται (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. μετάλλου, η οποία απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>kako</i> και αποτελεί, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], [[δάνειο]] από κάποια [[γλώσσα]] —πιθανότατα ανατολική—, [[αφού]] [[άλλωστε]] και τη [[χρήση]] του μετάλλου [[αυτού]], [[καθώς]] και την [[τεχνική]] παρασκευής του ορειχάλκου, την έμαθαν οι Έλληνες από κάποιον [[ξένο]] λαό του ανατολικού χώρου (γνωστά [[είναι]] π.χ. τα ορυχεία χαλκού στην Κύπρο, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>cuprum</i> «[[χαλκός]]» <span style="color: red;"><</span> [[Κύπρος]]). Ειδικότερα, η λ. [[χαλκός]] έχει ερμηνευθεί [[κατά]] καιρούς από διάφορους μελετητές ως δάνεια από τη Φοινικική, την Αραμαϊκή, τη Σουμεριακή (<b>πρβλ.</b> τον τ. <i>kal</i>.<i>ga</i> «[[ισχυρός]] [[[χαλκός]]]»), ενώ έχει προταθεί και η [[σύνδεση]] της με έναν τ. χεττιτ., [[αλλά]] και γενικά ανατολικό, <i>hapalki</i>- με σημ. «[[σίδηρος]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[χάλυβας]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[χαλκός]], λόγω του κοκκινωπού χρώματος του μετάλλου, μπορεί να συνδεθεί με τον, [[επίσης]] [[δάνειο]], τ. [[κάλχη]] / [[χάλκη]] / [[χάλχη]] «το [[μαλάκιο]] [[πορφύρα]], πορφυρή [[βαφή]]». Έχει, [[επίσης]], υποστηριχθεί από άλλους μελετητές η [[αναγωγή]] της λ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghel</i>(<i>ē</i>)<i>gh</i>-, λ. που χρησιμοποιείται για διάφορα είδη μετάλλων, όπως [[είναι]] λ.χ. ο [[σίδηρος]], ο [[χαλκός]] ή ο [[ορείχαλκος]] (<b>πρβλ.</b> ρωσ. <i>železo</i> και λιθουαν. <i>geležis</i> με σημ. «[[σίδηρος]]»). Η λ. [[χαλκός]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο το ίδιο το [[μέταλλο]] όσο και τον ορείχαλκο, [[δηλαδή]] το [[κράμα]] του μετάλλου [[αυτού]] με κασσίτερο, όπως [[άλλωστε]] συμβαίνει και με τον ΙΕ τ. <i>aios</i>- «[[μέταλλο]], [[χαλκός]], μπρούντζος» (<b>πρβλ.</b> και τα: αρχ. ινδ. <i>ayas</i>-, λατ. <i>aes</i>, γοτθ. <i>aiz</i>), ο [[οποίος]] δεν χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χαλκεύς]], <i>χαλκίδα</i>(-<i>ίς</i>), [[χάλκινος]], [[χαλκίτιδα]](-<i>ίτις</i>), [[χαλκούς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαλκάς]] (ΙΙ), [[χαλκήεις]], [[χαλκήρης]], [[χαλκικός]], [[χαλκίνδα]], [[χαλκίον]], [[χαλκίτης]], [[χαλκύδριον]], [[χαλκώ]], [[χαλκώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χαλκεών]], [[χαλκίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χαλκέα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>χαλκ</i>[[ο]]-. (Β' συνθετικό) [[επίχαλκος]], [[ολόχαλκος]], [[ορείχαλκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αργυρόχαλκος</i>, <i>αριστόχαλκος</i>, <i>αυρόχαλκος</i>, [[άχαλκος]], [[γυιόχαλκος]], [[έγχαλκος]], <i>εξάχαλκος</i>, [[ευθύχαλκος]], [[εύχαλκος]], [[κατάχαλκος]], [[μολυβδόχαλκος]], [[πάγχαλκος]], [[περίχαλκος]], [[πολύχαλκος]], [[σιδηρόχαλκος]], [[υπόχαλκος]], [[χρυσόχαλκος]], [[ωρόχαλκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λευκόχαλκος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χαλκός:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[χαλκός]], Λατ. [[aes]], σε Όμηρ. κ.λπ.· χρησιμοποιείται σε [[αναφορά]] προς το [[χρώμα]] [[ἐρυθρός]], σε Ομήρ. Ιλ.· ο [[χαλκός]] ήταν το πρώτο [[μέταλλο]] που επεξεργάστηκε, <i>τοῖς δ' ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα</i>, χάλκεοι δέ τε [[οἶκοι]], <i>χαλκῷ δ' ἐργάζοντο</i>, [[μέλας]] δ' οὐκ [[ἔσκε]] [[σίδηρος]], σε Ησίοδ.· [[έπειτα]], η [[λέξη]] [[χαλκός]] συνηθιζόταν να χρησιμοποιείται για [[κάθε]] <i>[[μέταλλο]]</i> γενικά· και όταν οι άνθρωποι έμαθαν να επεξεργάζονται το σίδηρο, η [[λέξη]] [[χαλκός]] χρησιμοποιήθηκε για το [[σίδηρος]], και [[χαλκεύς]] έφτασε να σημαίνει [[σιδηρουργός]]· [[χαλκός]] επίσης σήμαινε [[ορείχαλκος]] (δηλ. [[μίγμα]] χαλκού με κασσίτερο), όχι [[χαλκός]] (δηλ. [[μίγμα]] χαλκού με ψευδάργυρο, το οποίο ήταν μεταγεν. [[ανακάλυψη]]), και αυτή ήταν η έννοιά του στην [[περίπτωση]] των όπλων·<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε κατασκευασμένο από χαλκό ή [[μέταλλο]], όπως [[κοντάρι]], [[ξίφος]], [[μαχαίρι]] κ.λπ. σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χαλκὸν ζώννυσθαι</i>, λέγεται για πολεμιστή ζωσμένο με τον οπλισμό του, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[σκεύη]], [[αγγείο]], [[λέβητας]], [[κάλπη]], σε Όμηρ. κ.λπ.·<br /><b class="num">3.</b> χρησιμ. για χάλκινο καθρέφτη, σε Ανθ.<br /><b class="num">4.</b> χάλκινο [[νόμισμα]], όπως [[χαλκοῦς]] II, στον ίδ. | |||
}} | }} |