Anonymous

χηλαργός: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, και [[χήλαργος]], -ον, και δωρ. τ. [[χαλαργός]] -όν και χάλαργος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, [[γοργοπόδαρος]] («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις [[οὕτως]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χαλαργούς<br />τὰ [[ἄκρα]] τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, [[οἷον]] ποδαργούς, ἤ ταχύποδας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χηλή]] /[[χαλά]] «[[οπλή]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἀργός]] (Ι) «[[ταχύς]], [[λευκός]], [[στιλπνός]]»].
|mltxt=-όν, και [[χήλαργος]], -ον, και δωρ. τ. [[χαλαργός]] -όν και χάλαργος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, [[γοργοπόδαρος]] («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις [[οὕτως]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χαλαργούς<br />τὰ [[ἄκρα]] τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, [[οἷον]] ποδαργούς, ἤ ταχύποδας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χηλή]] /[[χαλά]] «[[οπλή]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἀργός]] (Ι) «[[ταχύς]], [[λευκός]], [[στιλπνός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χηλαργός:''' Δωρ. χᾱλ-, -όν ([[χηλή]]), αυτός που έχει γρήγορες οπλές, <i>χηλαργοὶ ἅμιλλαι</i>, [[αγώνας]] γρήγορων αλόγων, σε Σοφ.
}}
}}