3,274,299
edits
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο / [[ὠκυτόκος]], -ον, ΝΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που γεννά εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος) αυτός που διευκολύνει τον τοκετό<br /><b>2.</b> (για ποταμό) αυτός που καθιστά τις [[γύρω]] περιοχές εύφορες, γόνιμες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠκυτόκον</i><br />ο [[εύκολος]], γρήγορος [[τοκετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-[[τόκος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.]. | |mltxt=-ο / [[ὠκυτόκος]], -ον, ΝΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που γεννά εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος) αυτός που διευκολύνει τον τοκετό<br /><b>2.</b> (για ποταμό) αυτός που καθιστά τις [[γύρω]] περιοχές εύφορες, γόνιμες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠκυτόκον</i><br />ο [[εύκολος]], γρήγορος [[τοκετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-[[τόκος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὠκῠτόκος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που συντελεί στο γρήγορο και εύκολο τοκετό· μεταφ., λέγεται για [[ποτάμι]] με ζωογόνα και γονιμοποιό [[δύναμη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., <i>ὠκύ-τοκος</i>, <i>-ον</i>, γεννημένος [[γρήγορα]]· ως ουσ., <i>ὠκύτοκον</i>, <i>τό</i>, γρήγορος [[τοκετός]], [[εύκολος]] [[τοκετός]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |