Anonymous

φόβος: Difference between revisions

From LSJ
2,147 bytes added ,  31 December 2018
6
(45)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[συναίσθημα]] που προκαλεί [[ένας]] επαπειλούμενος [[κίνδυνος]], [[πραγματικός]] ή και [[φανταστικός]], και το οποίο τις περισσότερες φορές λειτουργεί ως [[ανασταλτικός]] [[παράγοντας]] της ανθρώπινης δράσης, [[δέος]], [[τρόμος]] (α. «[[τόσος]] ήταν ο [[φόβος]] του, ώστε έχασε τη [[φωνή]] του» β. «φόβῳ δ' [[ἄφθογγος]] ἐστάθην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φόβος</i><br /><b>μυθ.</b> [[θεότητα]] ή δαιμονική [[μορφή]] που προσωποποιούσε το [[παραπάνω]] [[συναίσθημα]] και που, σύμφωνα με την [[παράδοση]], ήταν [[γιος]] του θεού Αρη και της θεάς Αφροδίτης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> α) [[συναίσθημα]] αγωνίας που αισθάνεται το [[υποκείμενο]] στην [[παρουσία]] ή την [[σκέψη]] ενός πραγματικού ή υποθετικού κινδύνου<br />β) [[ανησυχία]], [[δειλία]], [[δέος]] [[μπροστά]] σε έναν οποιονδήποτε κίνδυνο, που ωθεί το [[άτομο]] σε [[φυγή]]<br />γ) [[ανησυχία]] ότι δημιουργείται [[κάτι]] που θεωρείται ως επικίνδυνο ή πολύ δυσάρεστο<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> έντονο πιεστικό [[συναίσθημα]] προκαλούμενο εξαιτίας απειλούμενου κινδύνου, με διάφορες συναρτήσεις στη [[σφαίρα]] του αστικού και ποινικού δικαίου<br /><b>3.</b> μία από τις βασικές έννοιες του υπαρξισμού<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <b>αστρον.</b> ο [[εσωτερικός]] από τους δύο δορυφόρους του πλανήτη Άρη<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν έχει φόβο» — [[είναι]] [[ασφαλής]], δεν διατρέχει κίνδυνο<br />β) «για τον φόβο τών Ιουδαίων»<br /><b>μτφ.</b> [[επειδή]] φοβάται την [[τιμωρία]]<br />γ) «[[φόβος]] εξαρτημένος<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[φόβος]] ο [[οποίος]], μέσω μιας διαδικασίας εξάρτησης, συνδέεται με ένα [[ερέθισμα]] περιβαλλοντικό, το οποίο υπό κανονικές συνθήκες [[είναι]] ουδέτερο, και στο [[εξής]] προκαλείται από το [[ερέθισμα]] αυτό<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[φόβος]] φυλάει τ' αμπέλια [ή τα [[έρμα]]]» — δηλώνει ότι ο [[φόβος]] της τιμωρίας ή τών συνεπειών του νόμου προστατεύει τις ιδιοκτησίες, [[ιδίως]] τις αφύλακτες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] στον Όμ.) [[φυγή]] («[[ἀτάρ]] Δαναῶν γένετο ἱαχή τε [[φόβος]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[πανικός]] που καταλαμβάνει ηττημένο [[στράτευμα]] και το τρέπει σε άτακτη [[φυγή]]<br /><b>3.</b> [[δισταγμός]], [[αμφιβολία]]<br /><b>4.</b> [[σεβασμός]] [[προς]] τις αρχές ή τα θεϊκά πράγματα<br /><b>5.</b> [[φόβητρο]]<br /><b>6.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>φόβῳ</i><br />λόγω φόβου<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ φόβοι</i><br />φόβητρα<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φόβος]] [[περί]] τίνος» και «[[φόβος]] [[ὑπέρ]] τινος» — [[φόβος]] για [[κάτι]] (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «διὰ φόβον» και «ἐκ φόβου» — από φόβο, λόγω φόβου<br />γ) «[[φόβος]] ἐστί [τινι]» — αντιμετωπίζει [[κάποιος]] με φόβο την [[περίπτωση]] να γίνει [[κάτι]] (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φοβ</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[φέβομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> [[τρόπος]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[συναίσθημα]] που προκαλεί [[ένας]] επαπειλούμενος [[κίνδυνος]], [[πραγματικός]] ή και [[φανταστικός]], και το οποίο τις περισσότερες φορές λειτουργεί ως [[ανασταλτικός]] [[παράγοντας]] της ανθρώπινης δράσης, [[δέος]], [[τρόμος]] (α. «[[τόσος]] ήταν ο [[φόβος]] του, ώστε έχασε τη [[φωνή]] του» β. «φόβῳ δ' [[ἄφθογγος]] ἐστάθην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φόβος</i><br /><b>μυθ.</b> [[θεότητα]] ή δαιμονική [[μορφή]] που προσωποποιούσε το [[παραπάνω]] [[συναίσθημα]] και που, σύμφωνα με την [[παράδοση]], ήταν [[γιος]] του θεού Αρη και της θεάς Αφροδίτης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> α) [[συναίσθημα]] αγωνίας που αισθάνεται το [[υποκείμενο]] στην [[παρουσία]] ή την [[σκέψη]] ενός πραγματικού ή υποθετικού κινδύνου<br />β) [[ανησυχία]], [[δειλία]], [[δέος]] [[μπροστά]] σε έναν οποιονδήποτε κίνδυνο, που ωθεί το [[άτομο]] σε [[φυγή]]<br />γ) [[ανησυχία]] ότι δημιουργείται [[κάτι]] που θεωρείται ως επικίνδυνο ή πολύ δυσάρεστο<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> έντονο πιεστικό [[συναίσθημα]] προκαλούμενο εξαιτίας απειλούμενου κινδύνου, με διάφορες συναρτήσεις στη [[σφαίρα]] του αστικού και ποινικού δικαίου<br /><b>3.</b> μία από τις βασικές έννοιες του υπαρξισμού<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <b>αστρον.</b> ο [[εσωτερικός]] από τους δύο δορυφόρους του πλανήτη Άρη<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν έχει φόβο» — [[είναι]] [[ασφαλής]], δεν διατρέχει κίνδυνο<br />β) «για τον φόβο τών Ιουδαίων»<br /><b>μτφ.</b> [[επειδή]] φοβάται την [[τιμωρία]]<br />γ) «[[φόβος]] εξαρτημένος<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[φόβος]] ο [[οποίος]], μέσω μιας διαδικασίας εξάρτησης, συνδέεται με ένα [[ερέθισμα]] περιβαλλοντικό, το οποίο υπό κανονικές συνθήκες [[είναι]] ουδέτερο, και στο [[εξής]] προκαλείται από το [[ερέθισμα]] αυτό<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[φόβος]] φυλάει τ' αμπέλια [ή τα [[έρμα]]]» — δηλώνει ότι ο [[φόβος]] της τιμωρίας ή τών συνεπειών του νόμου προστατεύει τις ιδιοκτησίες, [[ιδίως]] τις αφύλακτες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] στον Όμ.) [[φυγή]] («[[ἀτάρ]] Δαναῶν γένετο ἱαχή τε [[φόβος]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[πανικός]] που καταλαμβάνει ηττημένο [[στράτευμα]] και το τρέπει σε άτακτη [[φυγή]]<br /><b>3.</b> [[δισταγμός]], [[αμφιβολία]]<br /><b>4.</b> [[σεβασμός]] [[προς]] τις αρχές ή τα θεϊκά πράγματα<br /><b>5.</b> [[φόβητρο]]<br /><b>6.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>φόβῳ</i><br />λόγω φόβου<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ φόβοι</i><br />φόβητρα<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φόβος]] [[περί]] τίνος» και «[[φόβος]] [[ὑπέρ]] τινος» — [[φόβος]] για [[κάτι]] (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «διὰ φόβον» και «ἐκ φόβου» — από φόβο, λόγω φόβου<br />γ) «[[φόβος]] ἐστί [τινι]» — αντιμετωπίζει [[κάποιος]] με φόβο την [[περίπτωση]] να γίνει [[κάτι]] (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φοβ</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[φέβομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> [[τρόπος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φόβος:''' ὁ ([[φέβομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φυγή]], Λατ. [[fuga]], η [[μόνη]] [[σημασία]] στον Όμηρ.· [[φόβονδε]], = [[φύγαδε]], <i>μή τι φόβονδ' ἀγόρευσε</i>, συμβούλευσε να μην τραπεί σε [[φυγή]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[φόβος]], προσωπ. ως [[γιος]] του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[φόβος]] [[γεμάτος]] [[πανικός]], όπως προξενεί η άτακτη [[φυγή]], στρατῷ [[φόβος]] ἐμβάλλειν, σε Ηρόδ.· [[έπειτα]] γενικά, [[φόβος]], [[τρόμος]], [[κυρίως]] η εξωτερική [[εκδήλωση]] του φόβου, και έτσι διακρίνεται από το [[δέος]] (η [[αίσθηση]] του φόβου), σε Αισχύλ. κ.λπ.· το [[αντικείμενο]] του φόβου βρίσκεται σε γεν., [[φόβος]] για κάποιον [[άλλο]], στον ίδ. κ.λπ.· [[αλλά]], <i>φόβοςπερί</i> ή [[ὑπέρ]] τινος, [[φόβος]] για ή όσον αφορά..., σε Θουκ.· με ρήμ., <i>ποιεῖν</i> ή <i>παρέχειν τινί</i>, σε Ξεν.· <i>φόβον ἐμβάλλειν</i>, <i>ἐντιθέναι τινί</i>, [[προξενώ]], [[δημιουργώ]] φόβο σε κάποιον, Λατ. metum incutere alicui, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για τον άνθρωπο που νιώθει φόβο, <i>φόβον λαμβάνειν</i>, σε Ευρ.· [[φόβος]] [[ἔχει]] με, σε Αισχύλ.· [[φόβος]] ἐμπίπτει μοι, σε Ξεν.· διὰ φόβου [[ἔρχομαι]], σε Ευρ.· επίσης σε πληθ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αντικείμενο]] τρόμου, τρομερό [[πράγμα]], <i>φόβοςἀκοῦσαι</i>, τρομερό να το ακούσεις, σε Ηρόδ.· σε πληθ., <i>ἢν φόβους λέγῃ</i>, σε Σοφ.
}}
}}