Anonymous

ἀγορανομικός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγορᾱνομικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον <i>ἀγορανόμον</i> ή στο αξίωμά του, σε Πλάτ.· ως μεταφραστική [[απόδοση]] του Λατ. [[aedilicius]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀγορᾱνομικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον <i>ἀγορανόμον</i> ή στο αξίωμά του, σε Πλάτ.· ως μεταφραστική [[απόδοση]] του Λατ. [[aedilicius]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγορᾱνομικός:''' 3<br /><b class="num">1)</b> агораномовский ([[ἄττα]] Plat.; [[νόμιμα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> (лат. [[aedilicius]]) эдильский (в Риме) ([[ἀρχαιρέσια]] Plut.).
}}
}}