Anonymous

ποδάγρα: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποδάγρα:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[παγίδα]] για τα πόδια, σε Ξεν., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αρθρίτριδα στα πόδια, αντίθ. προς [[χειράγρα]].
|lsmtext='''ποδάγρα:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[παγίδα]] για τα πόδια, σε Ξεν., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αρθρίτριδα στα πόδια, αντίθ. προς [[χειράγρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποδάγρα:''' поэт. [[ποδάγρη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> ножной силок или капкан (δολοῦν ἐλάφους ποδάγραις Xen.; θήρεσσιν πηγνύναι ποδάγρας ap. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> ревматическая боль в ногах, подагра Plut., Luc.
}}
}}