3,274,306
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βιόω:''' ([[βίος]]), μέλ. <i>βιώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐβίωσα</i>, αόρ. βʹ [[ἐβίων]], γʹ ενικ. προστ. [[βιώτω]], υποτ. <i>βιῶ</i>, ευκτ. <i>βιῴην</i>, απαρ. [[βιῶναι]], μτχ. [[βιούς]], παρακ. <i>βεβίωκα</i>· ζω, περνώ τη [[ζωή]] μου (ενώ αντίθετα, [[ζάω]] σημαίνει ζω, [[κυρίως]] [[υπάρχω]] στη [[ζωή]]), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>ἀπ' αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν</i>, από αυτές ακριβώς τις πράξεις της ίδιας του της ζωής, σε Δημ.· από όπου στην Παθ., <i>τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα</i>, οι πράξεις της δικής [[σου]] και της δικής μου ζωής, στον ίδ.· απρόσ., <i>βεβίωταί μοι</i>, έχω ζήσει, Λατ. [[vixi]] — Μέσ. με Ενεργ. [[σημασία]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''βιόω:''' ([[βίος]]), μέλ. <i>βιώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐβίωσα</i>, αόρ. βʹ [[ἐβίων]], γʹ ενικ. προστ. [[βιώτω]], υποτ. <i>βιῶ</i>, ευκτ. <i>βιῴην</i>, απαρ. [[βιῶναι]], μτχ. [[βιούς]], παρακ. <i>βεβίωκα</i>· ζω, περνώ τη [[ζωή]] μου (ενώ αντίθετα, [[ζάω]] σημαίνει ζω, [[κυρίως]] [[υπάρχω]] στη [[ζωή]]), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>ἀπ' αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν</i>, από αυτές ακριβώς τις πράξεις της ίδιας του της ζωής, σε Δημ.· από όπου στην Παθ., <i>τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα</i>, οι πράξεις της δικής [[σου]] και της δικής μου ζωής, στον ίδ.· απρόσ., <i>βεβίωταί μοι</i>, έχω ζήσει, Λατ. [[vixi]] — Μέσ. με Ενεργ. [[σημασία]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βιόω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. жить, проводить жизнь Hom., Arst., Plut.: οὐ πολλὸν χρόνον τινὰ βιοὺς ἀπέθανε Her. немного спустя он умер; [[βίος]] ὃν βεβίωκας Dem. жизнь, которую ты прожил; τὰ βεβιωμένα Lys. Dem. пережитое, прожитая жизнь; τὸ μὲν ἐτελεύτησε, τὰ δε ἐβίωσεν Arst. часть умерла, а часть выжила; [[ὅθεν]] βιοῦται Her. средства, на которые он живет;<br /><b class="num">2)</b> aor. med. вернуть к жизни, спасти (σὺ γάρ μ᾽ [[ἐβιώσαο]] Hom.). | |||
}} | }} |