3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 22: | Line 22: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλόνεικος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά τις έριδες, [[πρόθυμος]] για έριδες, [[εριστικός]], σε Πίνδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], αμιλλώμενος, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.· <i>τὸ φιλόνεικον</i>, = [[φιλονεικία]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κως]], με έντονο ανταγωνισμό, στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''φῐλόνεικος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά τις έριδες, [[πρόθυμος]] για έριδες, [[εριστικός]], σε Πίνδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], αμιλλώμενος, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.· <i>τὸ φιλόνεικον</i>, = [[φιλονεικία]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κως]], με έντονο ανταγωνισμό, στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλόνεικος:''' <b class="num">1)</b> любящий поспорить Pind., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> соревнующийся, соперничающий, упорствующий: ὁ [[ἐπίπονος]] καὶ φ. [[βίος]] Lys. жизнь, полная трудов и борьбы; φ. πρὸς τὸ μὴ ἐλλείπεσθαι Xen. борющийся за то, чтобы не отстать (v. l. [[φιλόνικος]]). | |||
}} | }} |