Anonymous

εὐθυμέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[εὔθυμος]])·<br /><b class="num">I.</b> βρίσκομαι σε [[κέφι]], σε Ευρ., Ανθ.· είμαι [[ευμενής]], [[ελεήμων]], [[μεγαλόψυχος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., κάνω κάποιον να ευθυμήσει, [[ευθυμώ]], [[τέρπω]], <i>τινά</i>, σε Αισχύλ. — Παθ., είμαι [[κεφάτος]], είμαι σε [[καλή]] [[διάθεση]], είμαι [[εύθυμος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[εὔθυμος]])·<br /><b class="num">I.</b> βρίσκομαι σε [[κέφι]], σε Ευρ., Ανθ.· είμαι [[ευμενής]], [[ελεήμων]], [[μεγαλόψυχος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., κάνω κάποιον να ευθυμήσει, [[ευθυμώ]], [[τέρπω]], <i>τινά</i>, σε Αισχύλ. — Παθ., είμαι [[κεφάτος]], είμαι σε [[καλή]] [[διάθεση]], είμαι [[εύθυμος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθῡμέω:''' <b class="num">1)</b> быть в хорошем настроении, быть веселым (πῖνε καὶ εὐθύμει Eur.);<br /><b class="num">2)</b> быть благосклонным, милостивым Theocr.;<br /><b class="num">3)</b> наполнять весельем, радовать (εὐ. τινα Aesch.); med.-pass. веселиться, радоваться, быть довольным (τινι Plat. и επί τινι Xen.; ἐν ταῖς ἀτυχίαις Arst.).
}}
}}