Anonymous

κατεύχομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατεύχομαι:''' μέλ. <i>-εύξομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προσεύχομαι]] θερμά, σε Ηρόδ., Τραγ.· <i>κ. τινι</i>, [[προσεύχομαι]] σε κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., κάνω [[προσευχή]] ή ορκίζομαι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αρνητική [[σημασία]]·<br /><b class="num">1.</b> με γεν. προσ. [[προσεύχομαι]] κατά κάποιου, [[εμβάλλω]] κατάρες σε κάποιον, Λατ. imprecari, σε Πλάτ.· επίσης, <i>κατ. τί τινι</i>, σε Αισχύλ.· με αιτ. και απαρ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[καυχιέμαι]] ότι..., σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κατεύχομαι:''' μέλ. <i>-εύξομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προσεύχομαι]] θερμά, σε Ηρόδ., Τραγ.· <i>κ. τινι</i>, [[προσεύχομαι]] σε κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., κάνω [[προσευχή]] ή ορκίζομαι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αρνητική [[σημασία]]·<br /><b class="num">1.</b> με γεν. προσ. [[προσεύχομαι]] κατά κάποιου, [[εμβάλλω]] κατάρες σε κάποιον, Λατ. imprecari, σε Πλάτ.· επίσης, <i>κατ. τί τινι</i>, σε Αισχύλ.· με αιτ. και απαρ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[καυχιέμαι]] ότι..., σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατεύχομαι:''' <b class="num">1)</b> молиться (θεῷ Eur.; κ. τινι εὖ γενεσθαι Her.): τί σοι κατεύξει τάγαθόν; Eur. о какой милости станешь ты молиться?;<br /><b class="num">2)</b> (о проклятьях) посылать, призывать (πόλει οἵας κατεύχεται τύχας Aesch.): κ. τινα κακὸν [[κακῶς]] ἐκτρῖψαι βίον Soph. желать кому-л. несчастливо жить и умереть; πολλὰ καὶ δεινὰ [[κατά]] τινος κ. Plut. осыпать кого-л. множеством проклятий;<br /><b class="num">3)</b> хвалиться, хвастаться (τὸν Ἔρωτα λυγιζεῖν Theocr. - v. l. κατ᾽ εὔχεσθαι λυγίζειν).
}}
}}