3,273,724
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔχιδνα:''' ἡ ([[ἔχις]]), [[οχιά]], [[έχιδνα]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για άπιστη σύζυγο ή ύπουλο φίλο, σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''ἔχιδνα:''' ἡ ([[ἔχις]]), [[οχιά]], [[έχιδνα]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για άπιστη σύζυγο ή ύπουλο φίλο, σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔχιδνα:''' ἡ<b class="num">1)</b> змея, гадюка Aesch., Her. etc.: γεννήματα ἐχιδνῶν NT змеиное отродье;<br /><b class="num">2)</b> перен. змея, злая и коварная женщина Aesch., Soph. | |||
}} | }} |