Anonymous

πολεμικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολεμικός:''' -ή, -όν ([[πόλεμος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον πόλεμο, σε Θουκ.· <i>ἀσπὶς πολεμικωτάτη</i>, [[πολύ]] κατάλληλη για πόλεμο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του πολέμου, ο [[ίδιος]] ο [[πόλεμος]], σε Πλάτ.· <i>τὰ πολεμικά</i>, οι πολεμικές ασκήσεις, σε Θουκ., Ξεν. <b>3. α)</b> <i>τὸ πολεμικόν</i>, το [[σημείο]] για [[μάχη]], σε Ξεν. <b>β)</b> η [[τάξη]] των πολεμιστών, αντίθ. προς τους πολίτες, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[επιδέξιος]] στον πόλεμο, [[άξιος]] στον πόλεμο, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> όμοιος προς εχθρό, κινούμενος από εχθρικό [[πνεύμα]], σε Ξεν.· επίρρ., [[πολεμικῶς]] ἔχειν, είμαι [[εχθρός]], είμαι [[αντίπαλος]], στον ίδ.
|lsmtext='''πολεμικός:''' -ή, -όν ([[πόλεμος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον πόλεμο, σε Θουκ.· <i>ἀσπὶς πολεμικωτάτη</i>, [[πολύ]] κατάλληλη για πόλεμο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του πολέμου, ο [[ίδιος]] ο [[πόλεμος]], σε Πλάτ.· <i>τὰ πολεμικά</i>, οι πολεμικές ασκήσεις, σε Θουκ., Ξεν. <b>3. α)</b> <i>τὸ πολεμικόν</i>, το [[σημείο]] για [[μάχη]], σε Ξεν. <b>β)</b> η [[τάξη]] των πολεμιστών, αντίθ. προς τους πολίτες, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[επιδέξιος]] στον πόλεμο, [[άξιος]] στον πόλεμο, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> όμοιος προς εχθρό, κινούμενος από εχθρικό [[πνεύμα]], σε Ξεν.· επίρρ., [[πολεμικῶς]] ἔχειν, είμαι [[εχθρός]], είμαι [[αντίπαλος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολεμικός:''' <b class="num">1)</b> военный, боевой (κίνδυνοι Thuc.; [[ἄσκησις]] Xen.; πλοῖα, [[σκευή]], [[ἐπιστήμη]], [[βίος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> приученный к военному делу (ἵπποι Xen.);<br /><b class="num">3)</b> воинственный ([[ἀνήρ]] Xen., Plat.; θεοί Plat.);<br /><b class="num">4)</b> преисполненный вражды, враждебный ([[ἔρις]] καἴ [[ὀργή]] Xen.);<br /><b class="num">5)</b> важный в военном отношении, нужный на войне ([[ἀσπίς]], [[κτῆμα]] Xen.).
}}
}}