Anonymous

ἔκτοπος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκτοπος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που είναι έξω από έναν [[τόπο]], [[μακριά]] από αυτόν, με γεν., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., απομακρυσμένος, στον ίδ.· [[ἔκτοπος]] [[ἔστω]], ας φύγει, ας απομακρυνθεί από τον [[τόπο]] αυτό, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ξένος]], <i>οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου</i>, όχι από [[ξένο]] [[χέρι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται έξω απ' το συνηθισμένο, [[παράδοξος]], [[αλλόκοτος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἔκτοπος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που είναι έξω από έναν [[τόπο]], [[μακριά]] από αυτόν, με γεν., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., απομακρυσμένος, στον ίδ.· [[ἔκτοπος]] [[ἔστω]], ας φύγει, ας απομακρυνθεί από τον [[τόπο]] αυτό, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ξένος]], <i>οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου</i>, όχι από [[ξένο]] [[χέρι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται έξω απ' το συνηθισμένο, [[παράδοξος]], [[αλλόκοτος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκτοπος:''' <b class="num">1)</b> отдаленный, далекий, дальний ([[ἄρουρα]] Soph.): τῶνδ᾽ ἑδράνων ἔ. ἔκθορε Soph. беги прочь из этого места;<br /><b class="num">2)</b> посторонний, чужой: αὐτὴ πρὸς αὑτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου τέθνηκεν Soph. (Деианира) погибла от собственной руки, не от чужой;<br /><b class="num">3)</b> необычайный, странный ([[δένδρον]] Arph.; στοιχεῖα Arst.; [[ἱστορία]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> со странностями, чудаковатый (μελαγχολικὸς καὶ ἔ. Arst.).
}}
}}