3,274,408
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔκτοπος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που είναι έξω από έναν [[τόπο]], [[μακριά]] από αυτόν, με γεν., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., απομακρυσμένος, στον ίδ.· [[ἔκτοπος]] [[ἔστω]], ας φύγει, ας απομακρυνθεί από τον [[τόπο]] αυτό, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ξένος]], <i>οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου</i>, όχι από [[ξένο]] [[χέρι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται έξω απ' το συνηθισμένο, [[παράδοξος]], [[αλλόκοτος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἔκτοπος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που είναι έξω από έναν [[τόπο]], [[μακριά]] από αυτόν, με γεν., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., απομακρυσμένος, στον ίδ.· [[ἔκτοπος]] [[ἔστω]], ας φύγει, ας απομακρυνθεί από τον [[τόπο]] αυτό, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ξένος]], <i>οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου</i>, όχι από [[ξένο]] [[χέρι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται έξω απ' το συνηθισμένο, [[παράδοξος]], [[αλλόκοτος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔκτοπος:''' <b class="num">1)</b> отдаленный, далекий, дальний ([[ἄρουρα]] Soph.): τῶνδ᾽ ἑδράνων ἔ. ἔκθορε Soph. беги прочь из этого места;<br /><b class="num">2)</b> посторонний, чужой: αὐτὴ πρὸς αὑτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου τέθνηκεν Soph. (Деианира) погибла от собственной руки, не от чужой;<br /><b class="num">3)</b> необычайный, странный ([[δένδρον]] Arph.; στοιχεῖα Arst.; [[ἱστορία]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> со странностями, чудаковатый (μελαγχολικὸς καὶ ἔ. Arst.). | |||
}} | }} |