Anonymous

ἐνναίω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνναίω:''' [[διαμένω]], ζω, [[κατοικώ]] [[εντός]], με δοτ., σε Ευρ.· ἐνν.[[ἐκεῖ]], σε Σοφ.· με αιτ. τόπου, [[κατοικώ]], σε Μόσχ.
|lsmtext='''ἐνναίω:''' [[διαμένω]], ζω, [[κατοικώ]] [[εντός]], με δοτ., σε Ευρ.· ἐνν.[[ἐκεῖ]], σε Σοφ.· με αιτ. τόπου, [[κατοικώ]], σε Μόσχ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνναίω:''' (только praes.) обитать, жить ([[ἐκεῖ]] χώρας Soph.; τοισίδε δόμοις Eur.): ὁρᾶν τινα ἐνναίοντα κακοῖς Soph. видеть кого-л. в беде.
}}
}}