Anonymous

ὠκυτόκος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠκῠτόκος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που συντελεί στο γρήγορο και εύκολο τοκετό· μεταφ., λέγεται για [[ποτάμι]] με ζωογόνα και γονιμοποιό [[δύναμη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., <i>ὠκύ-τοκος</i>, <i>-ον</i>, γεννημένος [[γρήγορα]]· ως ουσ., <i>ὠκύτοκον</i>, <i>τό</i>, γρήγορος [[τοκετός]], [[εύκολος]] [[τοκετός]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὠκῠτόκος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που συντελεί στο γρήγορο και εύκολο τοκετό· μεταφ., λέγεται για [[ποτάμι]] με ζωογόνα και γονιμοποιό [[δύναμη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., <i>ὠκύ-τοκος</i>, <i>-ον</i>, γεννημένος [[γρήγορα]]· ως ουσ., <i>ὠκύτοκον</i>, <i>τό</i>, γρήγορος [[τοκετός]], [[εύκολος]] [[τοκετός]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκῠτόκος:''' <b class="num">1)</b> ускоряющий роды ([[σελήνη]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> быстро оплодотворяющий (sc. [[Κηφισός]] Soph.).
}}
}}