Anonymous

ἀπογυμνόω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπογυμνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[γυμνώνω]] [[τελείως]] κάποιον από τα όπλα του, τον [[αφοπλίζω]] — Παθ., είμαι αφοπλισμένος, γυμνωμένος από τον οπλισμό μου, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., ξεγυμνώνομαι, [[γυμνώνω]] εντελώς τον εαυτό μου, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀπογυμνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[γυμνώνω]] [[τελείως]] κάποιον από τα όπλα του, τον [[αφοπλίζω]] — Παθ., είμαι αφοπλισμένος, γυμνωμένος από τον οπλισμό μου, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., ξεγυμνώνομαι, [[γυμνώνω]] εντελώς τον εαυτό μου, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπογυμνόω:''' <b class="num">1)</b> обнажать (τινα Luc.); перен. разоблачать (τὴν γνώμην τινός Plut.); med. и pass. обнажаться, раздеваться Hom., Hes., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> med. снимать с себя (τὰ ἱμάτια Arst.).
}}
}}