Anonymous

ὑπερφυής: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερφυής:''' -ές ([[φύομαι]]), Αττ. αιτ. ενικ. <i>-φυᾶ</i>, ουδ. πληθ. <i>-φυῆ</i> ή <i>-φυᾶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> υπερβολικά, πρόωρα ανεπτυγμένος, [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]], [[τεράστιος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τερατώδης]], [[εκπληκτικός]], [[θαυμαστός]], [[έξοχος]], [[καταπληκτικός]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· συνοδευόμενο από αναφορ., ὑπερφυὴς [[ὅσος]], καταπληκτικό πόσο [[θαυμάσιος]], [[έξοχος]], δηλ. καταπληκτικά [[θαυμάσιος]], [[έξοχος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ῶς</i>, [[πάρα]] [[πολύ]], υπερβολικά [[πολύ]], θαυμάσια, υπέροχα, [[παραδόξως]], [[περιέργως]], υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· σε καταφατικές απαντήσεις, [[ὑπερφυῶς]] μὲν [[οὖν]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὑπερφυής:''' -ές ([[φύομαι]]), Αττ. αιτ. ενικ. <i>-φυᾶ</i>, ουδ. πληθ. <i>-φυῆ</i> ή <i>-φυᾶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> υπερβολικά, πρόωρα ανεπτυγμένος, [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]], [[τεράστιος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τερατώδης]], [[εκπληκτικός]], [[θαυμαστός]], [[έξοχος]], [[καταπληκτικός]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· συνοδευόμενο από αναφορ., ὑπερφυὴς [[ὅσος]], καταπληκτικό πόσο [[θαυμάσιος]], [[έξοχος]], δηλ. καταπληκτικά [[θαυμάσιος]], [[έξοχος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ῶς</i>, [[πάρα]] [[πολύ]], υπερβολικά [[πολύ]], θαυμάσια, υπέροχα, [[παραδόξως]], [[περιέργως]], υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· σε καταφατικές απαντήσεις, [[ὑπερφυῶς]] μὲν [[οὖν]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερφῠής:''' <b class="num">1)</b> растущий на земле, наземный (τὰ λάχανα ὑπόγεια καὶ ὑπερφυῆ Luc.);<br /><b class="num">2)</b> переросший: οἱ ὑπερφυεις τῶν ἀσταχύων Diog. L. самые высокие из колосьев;<br /><b class="num">3)</b> чрезвычайный, необыкновенный ([[ἔργον]] Her.): ὑ. (τὸ) [[μέγαθος]] Her. или τῷ μεγέθει Arst. необычайных размеров, громадный;<br /><b class="num">4)</b> огромный, гигантский, чудовищный ([[ὄχλος]] Arph.);<br /><b class="num">5)</b> удивительный, поразительный, странный ([[πρᾶγμα]] Luc.): [[πῶς]] οὐχ ὑπερφυές; Dem. разве не странно?; ὑπερφυῆ λέγεις Plat. странные вещи говоришь ты.
}}
}}