Anonymous

θυροκοπέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῠροκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χτυπώ]] την πόρτα για να ανοίξει, [[κρούω]] τη [[θύρα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''θῠροκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χτυπώ]] την πόρτα για να ανοίξει, [[κρούω]] τη [[θύρα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠροκοπέω:''' <b class="num">1)</b> стучаться в дверь (θυροκοπῆσαι καὶ πατάξαι Arph.);<br /><b class="num">2)</b> стучать, постукивать (τῇ χειρὶ τὴν πλευράν τινος Plut.).
}}
}}